Ιμπεριαλισμός(-οί), Ρωσία, Κίνα – μια συμβολή στη συζήτηση με κέντρο το ιστορικό πλαίσιο

Με μια πρώτη ματιά, οι πορείες της Ρωσίας και της Κίνας κατά τη διάρκεια του εικοστού και του εικοστού πρώτου αιώνα φαίνονται πολύ παρόμοιες: από την επανάσταση στην επανένταξη στην καπιταλιστική παγκόσμια αγορά με τον κίνδυνο να γίνουν (και πάλι) κυριαρχούμενες χώρες, ενώ ακολούθησε μια ανάκαμψη που οδήγησε στην επιβεβαίωση δύο νέων ιμπεριαλισμών. Με μια πιο προσεκτική εξέταση, οι τροχιές αυτές αποδεικνύονται επίσης αναπόφευκτα ιδιαίτερες σε περισσότερες από μια πτυχές.

Μια σύγκριση «εντός του πλαισίου» καθιστά δυνατή την εξέταση ενός ευρέος φάσματος πολιτικών, εννοιολογικών και ιστορικών ερωτημάτων που το παρόν άρθρο μόνο περιγράφει, γνωρίζοντας ότι κάθε στοιχείο της ανάλυσης που προβάλλεται εδώ είναι συζητήσιμο. Αυτές οι «λεωφόροι για προβληματισμό» αποσκοπούν πάνω απ’ όλα στο να τροφοδοτήσουν τις συζητήσεις σχετικά με τις αλλαγές που επιβάλλει η σημερινή αναταραχή της παγκόσμιας κατάστασης: τι να κρατήσουμε, να αναδιατυπώσουμε, να εισαγάγουμε, να απορρίψουμε;

Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα εξαρτάται εν μέρει από το ρεύμα σκέψης στο οποίο έχουμε ενταχθεί, αλλά όλοι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την ίδια αναγκαιότητα: να κάνουμε έναν απολογισμό. Ο διάλογος μεταξύ των πολιτικών παραδόσεων είναι αναγκαίος και δυνατός. Ένα παράδειγμα: Η Κίνα του Μάο ήταν, όσον αφορά εμένα, μια μη καπιταλιστική μεταβατική κοινωνία (που δεν σημαίνει σοσιαλιστική) –για άλλους ήταν κρατικός καπιταλισμός– αλλά όχι ιμπεριαλισμός. Συμφωνούμε στο να κρίνουμε ότι έχει γίνει έτσι και οι διαφορές του παρελθόντος δεν πρέπει να μας εμποδίσουν να εργαστούμε από κοινού για να αναλύσουμε τον κινεζικό κοινωνικό σχηματισμό και να τοποθετηθούμε από κοινού για το τι συνιστά μια διεθνιστική δέσμευση στον σημερινό κόσμο. Το ίδιο ισχύει και για τα «τριτοκοσμικά» ρεύματα και τους ακτιβιστές ή εκείνους που προέρχονται από τον μαοϊσμό και για τους οποίους η Κίνα δεν είναι πλέον κόκκινη – όπως η Kavita Krishnan στην Ινδία, η οποία αποχώρησε από το PCML-Liberation (ήταν μέλος του πολιτικού του γραφείου).

Η παρούσα συμβολή οργανώνεται σε τέσσερα μέρη:

  • Μια κριτική ματιά στο γεωπολιτικό λεξιλόγιο που κληρονομήσαμε από την προηγούμενη περίοδο.
  • Μια ανανεωμένη εξέταση της έννοιας του ιμπεριαλισμού.
  • Μια σύγκριση της ρωσικής και της κινεζικής ιστορικής πορείας.
  • Ένα σχήμα για την ερμηνεία της διαδοχής των επαναστάσεων και των αντεπαναστάσεων στην Κίνα.
  • Μια εικόνα των ιδιαιτεροτήτων των σημερινών ρωσικών και κινεζικών καθεστώτων.

Χωρίς να είμαι σινολόγος, είμαι περισσότερο εξοικειωμένος με το «κινεζικό ζήτημα» παρά με το «ρωσικό ζήτημα» και αυτό αντανακλάται στην ισορροπία αυτής της συμβολής – μιας συμβολής που δεν αφορά τη σημερινή κατάσταση, αλλά το ιστορικό της υπόβαθρο. Στην πορεία της ανάλυσης, χρησιμοποιούνται να βοηθήσουν ορισμένες θεωρητικές έννοιες, όπως οι ιδιαιτερότητες μιας μεταβατικής κοινωνίας, η γραφειοκρατία...

Μια μερική ανασκόπηση του γεωπολιτικού μας λεξιλογίου υπό το πρίσμα της σημερινής εποχής

Υπό την επίδραση πολλαπλών κρίσεων, η παγκόσμια κατάσταση συνεχίζει να αλλάζει, οδηγώντας μας σε άγνωστα εδάφη. Η ανάγκη να επανεξετάσουμε το λεξιλόγιο, τις έννοιες ή τις αντιλήψεις που χρησιμοποιούμε δεν είναι ασφαλώς κάτι που αφορά μόνο τον 21ο αιώνα. Ο προηγούμενος αιώνας είχε το μερίδιό του σε καινοτομίες και απρόβλεπτα γεγονότα, όπως οι παγκόσμιοι πόλεμοι, το επαναστατικό κύμα που ξεκίνησε στη Ρωσία και παρατάθηκε στην Κίνα, ο φασισμός και ο ναζισμός, η σταλινική αντεπανάσταση, ο σχηματισμός του ανατολικού και του δυτικού μπλοκ, οι μετασχηματισμοί του καπιταλισμού και η παγκοσμιοποίηση...

Η ιδιαιτερότητα της σύγχρονης περιόδου δεν είναι επομένως ούτε ο βαθμός βίας της σημερινής εποχής ούτε η έκρηξη του απρόβλεπτου, αλλά το ιστορικό σημείο καμπής που προκαλεί η παγκοσμιοποιημένη οικονομία του καπιταλισμού, της αγοράς και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως αποδεικνύεται από την κρίση της υγείας, τη βιαιότητα της κλιματικής αλλαγής, το μέγεθος της παγκόσμιας οικολογικής και κοινωνικής κρίσης, τις συγκεκριμένες μορφές που παίρνουν σήμερα οι ενδοϊμπεριαλιστικές συγκρούσεις.

Η αποσαφήνιση της χρήσης ενός λεξιλογίου που κληρονομήθηκε από την περίοδο «πριν» μπορεί να συμβάλει στη διατύπωση θεμελιωδών ερωτημάτων.

  • Ο όρος «Νέος Ψυχρός Πόλεμος» είναι παραπλανητικός, διότι ο Ψυχρός Πόλεμος του χθες δεν περιελάμβανε αντιμαχόμενες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και ο βαθμός οικονομικής αλληλεξάρτησης εντός της παγκόσμιας αγοράς δεν ήταν τίποτα σε σχέση με το σημερινό. Είναι αναπόφευκτο ότι η έκφραση «Νέος Ψυχρός Πόλεμος» θα ανθίσει στα μέσα ενημέρωσης και στον πολιτικό διάλογο σήμερα, αλλά δεν πρέπει να τη χρησιμοποιούμε.
  • Ο όρος Τρίτος Κόσμος είναι παρωχημένος, καθώς ορίστηκε σε σχέση με το ιαπωνικό-δυτικό ιμπεριαλιστικό μπλοκ από τη μια πλευρά και το σοβιετικό μπλοκ από την άλλη. Συχνά έχει αντικατασταθεί από τον όρο Νότος, σε αντιδιαστολή με τον όρο Βορράς. Ο αγγλικός τύπος είναι πιο ουσιαστικός: Παγκόσμιος Νότος. Ο λεγόμενος Τρίτος Κόσμος ήταν πάντα ετερογενής, συγκεντρώνοντας πολύ διαφορετικές χώρες, αν και όλες κυριαρχούνταν, αλλά οι όροι αυτοί πρέπει να επαναπροσδιοριστούν με σαφήνεια σήμερα. Αντιπροσωπεύει η G77[1] τον «Παγκόσμιο Νότο»; Είναι η Κίνα εκπρόσωπός του, όπως ισχυρίζεται; Ή η Τουρκία, το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ...

Ο όρος «ημιβιομηχανικές χώρες» προσπάθησε να λάβει υπόψη του ορισμένες από αυτές τις διαφορές, αλλά οδήγησε στο να βάλει στην ίδια εννοιολογική συσκευασία μια βρετανική αποικία (το Χονγκ Κονγκ) και το Μεξικό, το οποίο εξάλλου ήταν πολύ λίγο βιομηχανοποιημένο εκείνη την εποχή. Η έννοια του υπο-ιμπεριαλισμού είχε σφυρηλατηθεί για να ληφθούν υπόψη οι σχέσεις εξουσίας εντός του Τρίτου Κόσμου, όπως η θέση της Βραζιλίας στη Λατινική Αμερική, αλλά υπονοούσε ότι οι χώρες αυτές έπαιζαν το ρόλο του περιφερειακού αστυνόμου και του ηλεκτρονόμου [μεταφορέα] στην υπηρεσία των κλασικών ιμπεριαλισμών (στην προκειμένη περίπτωση των αμερικανικών). Μπορούν ουσιαστικά να παίζουν ακόμη και σήμερα έναν τέτοιο ρόλο, αλλά είναι σαφές ότι από εδώ και στο εξής, κάθε ένα από τα κράτη-«γέφυρες», συμπεριλαμβανομένων των κερδοσκοπικών πετρομοναρχιών ή της Νότιας Αφρικής, είναι σε θέση να παίξει τα δικά του χαρτιά στη διεθνή σκηνή και να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων του.

Ο Νότος υπάρχει, αλλά ποια είναι η γεωπολιτική του περίμετρος και ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να τον κατονομάσουμε για να ξεκαθαρίσουμε τη σκέψη μας, αλλά και για να τον συζητήσουμε με κατανοητό τρόπο στο αντιιμπεριαλιστικό κίνημα; Με αφορμή μεγάλες διεθνείς διασκέψεις (όπως η COP27), ορισμένοι ακτιβιστικοί κύκλοι τείνουν να ταυτίζονται με μπλοκ χωρών (όπως η G77) περιοριζόμενοι στο πεδίο των σχέσεων μεταξύ κρατών, το οποίο όμως είναι επιβεβλημένο να συνδυάσουμε με το πεδίο των ταξικών σχέσεων, που δείχνουν ότι δεν ανήκουμε στο ίδιο «στρατόπεδο». Τείνω πλέον να προτιμώ τους υπάρχοντες όρους, απλούς και διαδεδομένους, των «κυριαρχούμενων χωρών» ή των «εξαρτημένων χωρών», σε αντίθεση με τις «κυρίαρχες χώρες» (μια ευρύτερη έννοια από τις ιμπεριαλιστικές χώρες). Γιατί να το κάνουμε περίπλοκο όταν μπορεί να είναι απλό;

Μια μεγάλη καπιταλιστική δύναμη είναι ιμπεριαλισμός

Έπρεπε και πρέπει να συνεχίσουμε να αναλύουμε τις μεταβολές του «ιμπεριαλιστικού συστήματος» (το οποίο συμβάλλει στην οργάνωση της παγκόσμιας κυρίαρχης τάξης) και των ιμπεριαλισμών στην ποικιλομορφία τους[2].

Η ποικιλομορφία των ιμπεριαλισμών έχει αυξηθεί ποιοτικά με την παγκόσμια ανάπτυξη της Κίνας (και, σε διαφορετικό βαθμό, της Ρωσίας). Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχει προκαλέσει μια αναδιοργάνωση του παγκόσμιου συστήματος κυριαρχίας: αυξημένη αλληλεξάρτηση των αντίπαλων ιμπεριαλισμών. Ανάπτυξη ενός ισχυρού υπερεθνικού Κεφαλαίου. Προσπάθειες (φαινομενικά ασταθείς) για τη δημιουργία νομισμάτων από ιδιωτικές πηγές. Μερική εγκατάλειψη από τα ιμπεριαλιστικά κράτη των κρατικών ευθυνών υπέρ του ιδιωτικού τομέα σε τομείς τόσο σημαντικούς όσο ο πόλεμος (οι ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρείες – PMC) ή ο καθορισμός μιας πολιτικής δημόσιας υγείας (οι ανίκανοι σύμβουλοι του γραφείου McKinsey, τους οποίους τόσο αγαπά ο Μακρόν).

Ο χώρος που παραχωρείται στον ιδιωτικό τομέα πηγαίνει όλο και πιο μακριά, όπως φαίνεται από την ανάπτυξη από τον Ίλον Μασκ του συστήματος Starlinks – δηλαδή, συστοιχίες δορυφόρων επικοινωνίας ικανές να λειτουργούν ακόμη και όταν τα επίγεια τερματικά του Διαδικτύου έχουν χαλάσει ή καταστραφεί. Η χρήση αυτού του συστήματος επέτρεψε στις ουκρανικές μάχιμες μονάδες να συντονίζουν τις επιχειρήσεις τους στο έδαφος σε πραγματικό χρόνο. Ένα σημαντικό πλεονέκτημα, το οποίο όμως θέτει τους στρατούς που το χρησιμοποιούν υπό την εξάρτηση ενός ιδιώτη του οποίου τα συμφέροντα δεν ανταποκρίνονται απαραίτητα στα δικά τους.

Δεν πρότεινε ο Μασκ, ο οποίος στοχεύει στην κινεζική αγορά, ότι το Πεκίνο θα πρέπει να είναι σε θέση να διασφαλίσει κυριαρχικές εξουσίες στην Ταϊβάν (όσον αφορά τη διεθνή πολιτική, τον στρατό κ.λπ.), αποδεχόμενο παράλληλα τη διατήρηση στο νησί του υφιστάμενου πολιτικο-νομικού πλαισίου. Μια μάλλον ανόητη πρόταση, πρέπει να πούμε, αφού αντιστοιχεί στην αρχή «μία χώρα, δύο συστήματα» που ίσχυε στο Χονγκ Κονγκ πριν το ΚΚΚ την αποκηρύξει και θέσει την περιοχή υπό τη μπότα του, αλλά ο Σι Τζινπίνγκ πρέπει να την εκτίμησε και ίσως αυτός να ήταν ο σκοπός της. Ο Μασκ έχει απειλήσει στο παρελθόν να αποσύρει το σύστημά του από την Ουκρανία, αποδεικνύοντας την δύναμη του να εκβιάζει[3].

Αυτοί οι μετασχηματισμοί είναι τέτοιοι που μπορεί κανείς πιθανώς να συμπεράνει ότι ο «κλασικός» ιμπεριαλισμός δεν υπάρχει πλέον. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι αυτό εξακολουθεί να ισχύει τουλάχιστον για τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά, εκτός από τη σχετική παρακμή τους, οι αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιούνται είναι τέτοιες –και η κρίση της εσωτερικής διακυβέρνησης που τις υπονομεύει τόσο βαθιά– που δεν βγαίνουν αλώβητες. Πολιτικά, ταλανιζόμενη από την ουκρανική κρίση και χάρη στην εκλογή του Τζο Μπάιντεν, κατάφερε να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων στην Ευρώπη, αλλά και στον Ινδο-Ειρηνικό, αλλά βλέπουμε πως η διαδικασία του τεχνολογικού και οικονομικού «διαχωρισμού» Κίνας-ΗΠΑ προσκρούει σε πολλές αντιφάσεις.

Όποιες επικαιροποιήσεις και αν χρειαστούν, η έννοια του ιμπεριαλισμού είναι αυτή που πρέπει να διατηρηθεί και να υποστηριχθεί με νύχια και με δόντια. Αν πρέπει να διευκρινιστεί η επέκταση της χρήσης της στο χρόνο (τσαρικός ιμπεριαλισμός, φόρμουλα του Λένιν, μεταξύ άλλων) και στο χώρο (σχετικά με τον προσδιορισμό της πολιτικής των περιφερειακών δυνάμεων), ένα τουλάχιστον πράγμα είναι προφανές: κάθε μεγάλη καπιταλιστική δύναμη είναι ιμπεριαλιστική. Υπερασπίζεται αναγκαστικά τις επενδύσεις της, την επιρροή της και τη στρατιωτική της ανάπτυξη, κάτι που κάνουν η Κίνα και η Ρωσία και όχι μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Η εισβολή στην Ουκρανία και ο ιδιαίτερα «βρώμικος» τύπος πολέμου που διεξάγει η Ρωσία του Πούτιν δείχνουν πόσο μακριά είναι διατεθειμένη να φτάσει η Μόσχα για να το κάνει αυτό. Ο λαός της Βιρμανίας έχει να αντιμετωπίσει την καταστροφική βία της κυβερνώσας στρατιωτικής χούντας, χωρίς να λαμβάνει σημαντική βοήθεια από τα δυτικά κράτη. Αυτό δεν εμποδίζει το Πεκίνο να στηρίζει αυτή τη χούντα, επενδύοντας και κατασκευάζοντας ένα λιμάνι στην ίδια περιοχή όπου έλαβε χώρα η γενοκτονία των Ροχίνγκια. Η Κίνα (όπως και η Ρωσία) είναι ένας από τους κύριους υποστηρικτές του δολοφονικού καθεστώτος της Βιρμανίας και οι οικονομικοί και γεωστρατηγικοί δεσμοί συνεχίζουν να ενισχύονται, όπως πρόσφατα στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών[4]. Ο Σι Τζινπίνγκ δεν έχει πρόβλημα να καλύψει τα χέρια του με αίμα και δεν υπάρχει τίποτα καλοπροαίρετο στον κινεζικό ιμπεριαλισμό. Ωστόσο, αυτά τα προφανή γεγονότα τίθενται υπό αμφισβήτηση ή σχετικοποιούνται αδικαιολόγητα στην αριστερά από ορισμένα περισσότερο ή λιγότερο «στρατοκρατικά» ρεύματα.

Μας αφορά άμεσα, δεδομένης της θέσης που κατέχει ο Ζαν Λυκ Μελανσόν στη Γαλλία – ο Μελανσόν, ο οποίος είναι, άλλωστε, το μοναδικό πρόσωπο της αριστεράς που είναι διεθνώς γνωστό πέραν των περιορισμένων κύκλων. Υμνεί τη Μεγάλη Δύναμη της Γαλλίας χάρη, ιδίως, στις θαλάσσιες κτήσεις της σε όλους τους ωκεανούς και αρνείται ότι το γαλλικό κράτος είναι εγγενώς ιμπεριαλιστικό, ακόμη και αν η πολιτική του Εμμανουέλ Μακρόν σε πολλά σημεία είναι καταδικαστέα.

Όταν σκέφτεται τον εαυτό του ως πρόεδρο και αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων, επανασυνδέεται με τον μιτερανικό του τροπισμό και την υπεύθυνη κυβερνητική του στάση (με τον Λιονέλ Ζοσπέν το 2000-2002) – αναλαμβάνει να ενισχύσει αυτό το καθεστώς ως μεγάλη δύναμη.

Ο Κλαούντιο Κατς, Αργεντινός οικονομολόγος, με επιρροή στην Αριστερά, δυσκολεύτηκε πολύ να παραδεχτεί την ύπαρξη νέων ιμπεριαλισμών, αλλά τα γεγονότα είναι πεισματικά, και τώρα ισχυρίζεται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο μόνος «ηγεμονικός ιμπεριαλισμός» (άρα ο μόνος που αξίζει να πολεμηθεί;). Η Ρωσία του Πούτιν δεν διαθέτει τα μέσα για παγκόσμιες ηγεμονικές φιλοδοξίες, αλλά κάνει τα πάντα για να επιβάλει την ηγεμονία της στη σφαίρα επιρροής της στην Ανατολική Ευρώπη και τη Μεσόγειο. Αυτό είναι ήδη σημαντικό, ιδίως για τους λαούς που πληρώνουν υψηλό τίμημα για τον παρεμβατισμό της. Όσο για την κινεζική ηγεσία, επιδεικνύει παγκόσμιες ηγεμονικές φιλοδοξίες σε σημείο που η σύγκρουση μεταξύ της ανερχόμενης δύναμης (Κίνα) και της καθιερωμένης δύναμης (ΗΠΑ) να έχει γίνει ένας από τους παράγοντες «δόμησης» της παγκόσμιας κατάστασης...

Τέλος, ορισμένοι διαχωρίζουν την ανάλυση των κινεζικών ή των ρωσικών καθεστώτων (των οποίων τον αυταρχικό, ακόμη και δικτατορικό χαρακτήρα μπορούν να αναγνωρίσουν) από την κριτική που ασκείται για τον διεθνή τους ρόλο, ο οποίος είναι υποτίθεται προοδευτικός, επειδή δεν έχει τις ρίζες του στο αποικιοκρατικό παρελθόν και προσφέρει στις κυριαρχούμενες χώρες μια εναλλακτική λύση απέναντι στους ιμπεριαλισμούς που ιστορικά τις κυριάρχησαν. Δυστυχώς, δεν μπορεί έτσι να διαχωρίσει κανείς τα δύο πεδία δράσης ενός κράτους του οποίου η πολιτική πορεύεται από την ίδια οπτική γωνία, που διαμορφώνεται από τον ταξικό του χαρακτήρα, τη φύση των πόρων και των μέσων του, την ιδιαίτερη σύνθεση της δομής εξουσίας... Η Ρωσία και η Κίνα μοιράζονται τον πρώτο από τους τρεις παράγοντες που αναφέρθηκαν εδώ (μπορεί να υπάρχουν και άλλοι), αλλά όχι τους επόμενους δύο.

Τι κοινό υπάρχει (ή δεν υπάρχει) μεταξύ των ιστορικών διαδρομών της Ρωσίας και της Κίνας

Η ιστορική πορεία της ρωσικής και της κινεζικής επανάστασης θέτει κοινά θεωρητικά ερωτήματα: τις συνθήκες της αρχικής ρήξης με την κυρίαρχη παγκόσμια τάξη, τη φύση της κοινωνίας που προέκυψε από την επανάσταση, τους λόγους για την είσοδό τους στην κρίση, τις συνθήκες επανένταξής τους στην παγκόσμια καπιταλιστική τάξη, και στη συνέχεια την επανεμφάνισή τους ως νέες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Για να επωφεληθούμε από τις συγκριτικές αναλύσεις, πρέπει να ξεκινήσουμε λαμβάνοντας υπόψη τι κοινό έχουν οι δύο αυτές χώρες και τι τις διαφοροποιεί.

Οι Γεωγραφίες

Η Ρωσία και η Κίνα έχουν κοινό χαρακτηριστικό ότι είναι οι δύο μεγαλύτερες χώρες της Ευρασίας, γεγονός που συνεπάγεται ότι η εξέλιξη των σχέσεών τους έχει σημαντικές επιπτώσεις σε ολόκληρη την ήπειρο. Μοιράζονται επίσης ένα μακρύ σύνορο, πηγή συνεργασίας, εντάσεων και συγκρούσεων. Ωστόσο, διαφέρουν ως προς το γεωπολιτικό κέντρο βάρους τους και την προνομιακή ζώνη επιρροής τους: δεν κοιτούν προς την ίδια κατεύθυνση.

Ιστορικά, η τσαρική αυτοκρατορία ήταν μια ευρωπαϊκή δύναμη, με τη Σιβηρία ως τεράστια ενδοχώρα της. Πριν από την τομή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της επανάστασης του 1917, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επαναχάραξη των συνόρων και των περιοχών επιρροής (θυμηθείτε τους Ναπολεόντειους πολέμους...).

Η κοντινή περιοχή επιρροής της περιλαμβάνει σήμερα ένα μεγάλο μέρος της Ασίας (από την Κεντρική Ασία έως τον βορειοανατολικό Ειρηνικό). Πέρα από τα ηπειρωτικά σύνορα, το βλέμμα της στρέφεται φυσικά προς το βορρά, προς την Αρκτική. Ωστόσο, αυτή η πολική περιοχή βρίσκεται σε διαδικασία να αποκτήσει μείζονα σημασία, με την υπερθέρμανση του πλανήτη: ο αγώνας για τον έλεγχο των θαλάσσιων οδών που απελευθερώνει η υποχώρηση των πάγων και η εκμετάλλευση των οικονομικών πόρων είναι σε εξέλιξη[5], ενώ οι γεωστρατηγικές συγκρούσεις εντείνονται στην περιοχή αυτή[6].

Η Κίνα είναι μια ασιατική δύναμη της οποίας η περιοχή επιρροής εκτείνεται από την Κεντρική Ασία έως τη Βορειοανατολική Ασία. Σήμερα διαθέτει (ακόμη) τα μέσα για να επενδύσει μαζικά σε ολόκληρο τον κόσμο και δεν διστάζει να το πράξει στην Αρκτική, αλλά το γεωπολιτικό της βλέμμα είναι στραμμένο κυρίως προς την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, όπου μπορεί τόσο να εκμεταλλευτεί το γεγονός της εγγύτητάς της όσο και να προβάλλεται, μεταξύ άλλων και στρατιωτικά.

Οι δύο δυνάμεις ανταγωνίζονται επίσης κατά μήκος των ηπειρωτικών συνόρων τους, το Πεκίνο επεκτείνει την επιρροή του στην Κεντρική Ασία, την οποία η Μόσχα θεωρεί μέρος της αυτοκρατορικής κληρονομιάς της. Αυτή η άνοδος της ισχύος της Κίνας επιτρέπει, στην περιοχή αυτή, στα κράτη να μειώσουν την εξάρτησή τους από τη Ρωσία και να διευρύνουν τις γεωστρατηγικές τους επιλογές. Αυτό συμβαίνει σήμερα στο Καζακστάν, μια πολύ σημαντική χώρα λόγω της θέσης της (γεωγραφικό σταυροδρόμι) και των πόρων της (σίδηρος, μαγγάνιο, άνθρακας, πετρέλαιο, ουράνιο, κάλιο κ.λπ.), την οποία οι προσκείμενοι στον Πούτιν καταγγέλλουν με όρους που θυμίζουν το ουκρανικό προηγούμενο[7].

Η σταλινική Ρωσία (με την οποία ο Πούτιν ταυτίζεται, όπως και με την Αικατερίνη Β’) δεν αναγνώρισε ποτέ τη μαοϊκή Κίνα ως ισότιμη, ούτε πριν από το 1949 ούτε μετά. Στα μάτια της Μόσχας, η χώρα έπρεπε να είναι δορυφορικό κράτος –κάτι που το ΚΚΚ δεν μπορούσε να αποδεχθεί. Αποδεικνύεται ότι αυτή η ιστορική, καλά δομημένη σύγκρουση θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί οι κινεζικές και ρωσικές μεταφράσεις της περίφημης δήλωσης «φιλίας χωρίς όρια» που δημοσιεύθηκε λίγο πριν από την εισβολή στην Ουκρανία διαφέρουν σε μία λέξη: «φιλία» στα ρωσικά, «συναδελφικότητα» στα κινεζικά, και ότι το ίδιο ίσχυε και σε δύο προηγούμενες συνθήκες (που χρονολογούνται από το 1950 και το 2001). Εξήγηση: η Εταιρεία Σινοσοβιετικής Φιλίας που ιδρύθηκε το 1945 λειτούργησε ως όργανο προπαγάνδας που έψαλλε τους επαίνους της ανωτερότητας του μεγάλου αδελφού της Ρωσίας[8], προς δυσαρέσκεια των Κινέζων ηγετών. Αυτή δεν είναι η μόνη περίπτωση όπου τα διπλωματικά κείμενα διαφέρουν στις επίσημες μεταφράσεις τους και αυτές οι «αποχρώσεις» είναι συχνά αποκαλυπτικές.

Σήμερα γινόμαστε μάρτυρες μιας αντιστροφής της ισορροπίας ισχύος, με την κινεζική ισχύ να υπερτερεί κατά πολύ της ρωσικής, αλλά ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν μπορεί να το αναγνωρίσει αυτό.

Ανισόμερη και συνδυασμένη ανάπτυξη

Στις αρχές του εικοστού αιώνα, οι ρωσικές και οι κινεζικές κοινωνίες έφεραν τα σημάδια αυτού που ονομάζεται «ανισόμερη και συνδυασμένη ανάπτυξη»: πόλοι εκβιομηχάνισης, με ισχυρές ενίοτε συγκεντρώσεις εργατών, προσέλκυσαν εργατικό δυναμικό που προερχόταν από έναν απέραντο αγροτικό κόσμο που ήταν ελάχιστα «εκσυγχρονισμένος». Σε αυτές τις δύο χώρες, το κομμουνιστικό κίνημα προσανατολίστηκε αρχικά προς το προλεταριάτο (και τη διανόηση), και στη συνέχεια έθεσε λίγο πολύ γρήγορα το ζήτημα του ρόλου που θα μπορούσε να διαδραματίσει η αγροτιά στην επανάσταση. Το λιγότερο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει συζητηθεί[9] Ωστόσο, ήταν ουσιαστική. Σημειώστε ότι θα πρέπει να μιλάμε για αγροτικά ζητήματα (στον πληθυντικό), καθώς ο κινεζικός αγροτικός κόσμος διέφερε τόσο πολύ από τον αντίστοιχο ρωσικό (και η δομή της ιδιοκτησίας της γης στην Κίνα διέφερε από το νότιο έως το βορειοανατολικό τμήμα της χώρας[10].

Οι πολιτικοί μας κύκλοι έχουν γενικά «διαβάσει» τη Ρωσική Επανάσταση για να βρουν διδάγματα εφαρμόσιμα δεκαετίες αργότερα στη Δυτική Ευρώπη, με κίνδυνο να μην λαμβάνουν πλέον υπόψη το πλαίσιο (τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο) και τις ιδιαιτερότητες του ρωσικού κοινωνικού σχηματισμού, οι οποίες ωστόσο αποτελούν το θεμέλιο της θεωρίας της διαρκούς επανάστασης. Αυτός ο άνισος και συνδυασμένος κοινωνικός σχηματισμός φέρνει την τσαρική αυτοκρατορία πιο κοντά στη σύγχρονη Κίνα, πέρα από τις προφανείς διαφορές. Από αυτή την άποψη, η ρωσική επανάσταση εγκαινίασε τον κύκλο των επαναστάσεων του προαναφερθέντος Τρίτου Κόσμου, τον οποίο η κινεζική επανάσταση παρέτεινε με δύναμη[11].

Η αποτελεσματικότητα της θεωρίας της διαρκούς επανάστασης στην ανάλυση των ρωσικών και κινεζικών επαναστατικών διαδικασιών δείχνει ότι είχαν περισσότερα κοινά απ’ όσα συνήθως αναγνωρίζονται

Μακροχρόνιες ιστορίες

Η Ρωσία και η Κίνα διαφέρουν ριζικά ως προς τη μακρά ιστορία τους και αυτό έχει βαθιές πολιτικές και πολιτιστικές επιπτώσεις.

Ασιατικός τρόπος παραγωγής. Οι χώρες αυτές ανήκουν στην πραγματικότητα σε δύο διαφορετικές πορείες ιστορικής ανάπτυξης. Η πρώτη εντάσσεται, αν και με πολύ ιδιαίτερο τρόπο, στην ευρωπαϊκή γραμμή, με μια μακρά μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό.

Στη δεύτερη, μια μορφή φεουδαρχίας την διαδέχτηκε, για περίπου δύο χιλιετίες, η αυτοκρατορική Κίνα. Αυτή η περίοδος πηγάζει, σε μια πολυγραμμική αντίληψη της ιστορίας που με εμπνέει, από έναν ασιατικό τρόπο παραγωγής όπου μια συγκεντρωτική κρατική γραφειοκρατία βασίζει τη νομιμοποίησή της ιδίως (αλλά όχι μόνο) στην υλοποίηση μεγάλων έργων (συμπεριλαμβανομένων των αρδευτικών έργων που είναι απαραίτητα για την κινεζική καλλιέργεια ρυζιού). Η Κίνα είναι ίσως μια από τις μη δυτικές χώρες όπου η αστική αστική τάξη ήταν η πιο ανεπτυγμένη, αλλά η αυτοκρατορική εξουσία την κράτησε υπό έλεγχο.

Το ΚΚΚ σήμερα εμμένει στη σταλινική ορθοδοξία, μια καθολική μονογραμμική αντίληψη της ιστορίας και των πέντε σταδίων της (από την πρωτόγονη κομμούνα μέχρι το σοσιαλισμό). Ορισμένα από τα κείμενα του Μαρξ έχουν ασφαλώς έναν έντονα μονογραμμικό τόνο, αλλά ο ίδιος αφαίρεσε ρητά κάθε αμφισημία στα προπαρασκευαστικά έργα για το Κεφάλαιο (τα Grundrisse)[12] και στις επιστολές του: αυτή η ιστορική προοπτική αφορά την Ευρώπη, όχι ολόκληρο τον κόσμο! Η δημοσίευση και η μετάφραση αυτών των κειμένων από τον Μαρξ και τον Ένγκελς τη δεκαετία του 1950 άνοιξε μια τεράστια συζήτηση για τον ασιατικό τρόπο παραγωγής[13].

Αυτό το πλαίσιο αναφοράς είναι προφανώς αμφιλεγόμενο, αλλά είναι παραγωγικό:

Επιτρέπει να μην προσεγγίσουμε την ιστορία της Κίνας με όρους καθυστέρησης ή καθυστερημένης ανάπτυξης, ενώ ήταν, σε περισσότερους από έναν τομείς, προηγμένη (εφευρέσεις, ανάπτυξη των πόλεων κ.λπ.).

Βοηθά να κατανοήσουμε το αποτύπωμα της μακράς ιστορίας στη νεότερη και σύγχρονη σκέψη. Παρόλο που η μαοϊκή γραφειοκρατία δεν ήταν προφανώς η κοινωνιολογική συνέχεια της αυτοκρατορικής γραφειοκρατίας, μπόρεσε να αντλήσει στιγμιαία μια ορισμένη νομιμοποίηση από τον προηγούμενο ρόλο της. Η κεντρικότητα της κρατικής εξουσίας ήταν μια μακροχρόνια απόδειξη, το γεγονός της κατάκτησής της ισοδυναμούσε πράγματι με «εντολή από τον ουρανό» - δεν χρειαζόταν να επικαλεστεί κανείς τη δυναστική συνέχεια (το «γαλάζιο αίμα» των βασιλικών μας). Η εμπειρία των λαϊκών και επαναστατικών αγώνων είναι επίσης πλούσια και πανάρχαια, από την εξέγερση των Ταϊπίνγκ, που συχνά θεωρείται το μεγαλύτερο κοινωνικό κίνημα του 19ου αιώνα.

Η εξέγερση των Ταϊπίνγκ ξεκίνησε από το νότο και εξαπλώθηκε στην κεντρική Κίνα μεταξύ 1851 και 1864. Η δυναστεία Τσινγκ χρειάστηκε σχεδόν δεκαπέντε χρόνια για να την νικήσει, με κόστος έναν ανελέητο εμφύλιο πόλεμο. Το «Ουράνιο Βασίλειο της Μεγάλης Ειρήνης» (εν συντομία, Ταϊπίνγκ), του οποίου ο ιδρυτής, Χονγκ Σιουκάν, «ο Μεσσίας», αποκαλούσε τον εαυτό του μικρότερο αδελφό του Ιησού Χριστού (είχε διαβάσει φυλλάδια που είχαν διανεμηθεί από ιεραποστόλους), θέσπισε αγροτική μεταρρύθμιση που συνοδευόταν από ριζοσπαστικά κοινωνικά μέτρα, όπως η εγκατάλειψη της πολυγαμίας και του εθίμου του δεσίματος των ποδιών των γυναικών, η ισότητα των φύλων (σε συνδυασμό με τον αυστηρό διαχωρισμό μεταξύ ανδρών και γυναικών)· η απαγόρευση των κανονισμένων γάμων, του τζόγου, της δουλείας, των βασανιστηρίων, της πορνείας· η ιδιωτική ιδιοκτησία γης καταργήθηκε· τα τρόφιμα, τα είδη ένδυσης και άλλα κοινά καταναλωτικά αγαθά συγκεντρώθηκαν σε δημόσιες αποθήκες· το όπιο, ο καπνός και το αλκοόλ απαγορεύονταν πλέον επίσης[14].

Η Κίνα, έχοντας επίσης βιώσει μια από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις του εικοστού αιώνα, κληρονομεί μια ιστορία που την καθιστά μια χώρα με ισχυρή πολιτική κουλτούρα.

Διεθνοποίηση του μαρξισμού. Αυτό το πλαίσιο αναφοράς βοηθά επίσης να μην θεωρούμε τον δυτικό μαρξισμό[15] ως τον κανόνα, υποστηρίζοντας ότι γεννήθηκε στη Δύση, το λίκνο της καπιταλιστικής ηγεμονίας. Η διεθνοποίηση του μαρξισμού σήμαινε ότι ρίζωσε σε εξωευρωπαϊκές κοινωνικές και πολιτισμικές πραγματικότητες, κάτι που δεν ήταν απαραίτητα δυνατό παντού, αλλά ήταν στην Κίνα. Μπορούμε επίσης να πούμε ότι αυτή η διαδικασία διεθνοποίησης ξεκίνησε από τη Ρωσία, την ευρωπαϊκή Ανατολή, όπως βλέπουμε με τον Τρότσκι (τη θεωρία της διαρκούς επανάστασης) και τον Λένιν (αν και αρνήθηκε για πολύ καιρό να αναγνωρίσει τη δική του πρωτοτυπία).

Το ρίζωμα του μαρξισμού σε μη ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να κατανοηθεί ως εμπλουτισμός, γιατί με αυτόν τον τρόπο γίνεται παγκόσμιος, ενώ αποκτά περιφερειακό και εθνικό περιεχόμενο. Ο κινεζικός μαρξισμός είναι τόσο πλουραλιστικός όσο και ο ευρωπαϊκός μαρξισμός, αλλά εκφράζει, μέσα στην πολλαπλότητά του, ιδιαιτερότητες. Δεν είναι ένα αντίγραφο καρμπόν. Σε αυτό το ερώτημα καταπιάστηκε ο Nguyen Khac Vien, διευθυντής των Βιετναμέζικων Σπουδών, ήδη εδώ και πολύ καιρό, όσον αφορά το Βιετνάμ[16].

Ο ρωσοϊαπωνικός πόλεμος και οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις στην Ανατολή, προοίμια των παγκόσμιων πολέμων

Ο Ρωσοϊαπωνικός Πόλεμος (Φεβρουάριος 1904-Σεπτέμβριος 1905) ήταν ένα σημαντικό γεγονός σε πολλούς τομείς, από τη στρατιωτική ιστορία μέχρι την αναδιαμόρφωση των σχέσεων μεταξύ των ιμπεριαλισμών. Οι επιπτώσεις του ήταν βαθιές στη Ρωσική Αυτοκρατορία (είχε μεγάλη σχέση με την επανάσταση του 1905...) και στον κόσμο. Ήταν ένας πραγματικός γεωπολιτικός κεραυνός εν αιθρία: για πρώτη φορά, μια μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη ηττήθηκε -και μάλιστα ηχηρά- από έναν ασιατικό στρατό[17]. Παρόλα αυτά, στη Γαλλία αναφέρεται πολύ σπάνια[18]. Τόσο πολύ που είναι απαραίτητο να περιγράψουμε τα στάδια για το γαλλικό αναγνωστικό κοινό.

Οι προϋποθέσεις. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις ανησυχούσαν για την ιαπωνική επέκταση μετά τη νίκη του Τόκιο επί της Κίνας το 1895[19] Η Ρωσία αποφάσισε να εδραιώσει τις θέσεις της στην Άπω Ανατολή. Το 1898 κατέλαβε τη χερσόνησο Λιαοντόνγκ, το λιμάνι Νταϊρέν και το Πορτ Άρθουρ στη Μαντζουρία. Αντιμέτωπη με αυτές τις προόδους, η Ιαπωνία εξέδωσε ένα είδος τελεσίγραφου προς τη Μόσχα το 1904, χωρίς αποτέλεσμα.

Χάρτης του ρωσο-ιαπωνικού πολέμου (1850-1905)[20]

Η κατάληψη του Πορτ Άρθουρ. Το βράδυ της 8ης Φεβρουαρίου 1904, μια ιαπωνική μοίρα βύθισε τρία ρωσικά πλοία που βρίσκονταν αγκυροβολημένα έξω από το Πορτ Άρθουρ. Κυρίαρχος της θάλασσας, το Τόκιο κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία στις 10 Φεβρουαρίου και έστειλε τέσσερα σώματα στρατού στην ήπειρο. Στον θαλάσσιο αποκλεισμό προστέθηκε η χερσαία πολιορκία του Πορτ Άρθουρ, που έπεσε στις 2 Ιανουαρίου 1905, ενώ τρία από τα σώματα στρατού βάδιζαν προς την κατεύθυνση της Λιαογιάνγκ, όπου είχαν αποσυρθεί οι ρωσικές δυνάμεις. Η περίοδος των βροχών προκάλεσε την αναστολή των επιχειρήσεων, ενώ οι Ιάπωνες ενίσχυσαν την κυριαρχία τους στη θάλασσα καταστρέφοντας, στις 14 Αυγούστου, τη ρωσική μοίρα στο Βλαδιβοστόκ. Στα τέλη Αυγούστου, η μάχη της Λιαογιάνγκ επαναλήφθηκε, με αντίπαλο 140.000 Ρώσους έναντι 160.000 Ιαπώνων. Οι Ρώσοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς την κατεύθυνση του Μούκντεν, όπου οχυρώθηκαν.

Η μάχη του Μούκντεν. Η μάχη του Μούκντεν ξεκίνησε στις 20 Φεβρουαρίου. Το ρωσικό μέτωπο είχε ενισχυθεί σημαντικά χάρη στον υπερσιβηρικό σιδηρόδρομο. Εκτεινόταν σε μήκος 80 χιλιομέτρων εκατέρωθεν της σιδηροδρομικής γραμμής του Μούκντεν και περιελάμβανε μια τριπλή γραμμή χαρακωμάτων που συνέδεε μεταξύ τους περίπου είκοσι οχυρά και πέντε οχυρά. 300.000 Ρώσοι στρατιώτες υποστηρίζονταν από χίλια πυροβόλα. Απέναντι, οι Ιάπωνες διέθεταν περίπου ίσες δυνάμεις. Κατά τη διάρκεια δεκαπέντε ημερών μάχης που προκάλεσε σημαντικές απώλειες και στις δύο πλευρές, δεν επιτεύχθηκε κανένα αποφασιστικό αποτέλεσμα. Από την άλλη πλευρά, οι κινήσεις περικύκλωσης σε μεγάλη απόσταση, υπό την ηγεσία των Ιαπώνων, ανάγκασαν τους Ρώσους να εγκαταλείψουν τις αμυντικές τους θέσεις, στη συνέχεια να εκκενώσουν το Μούκντεν στις 9 Μαρτίου και να αρχίσουν μια μακρά υποχώρηση 100 χιλιομέτρων προς τα βόρεια, καθαγιάζοντας τη νίκη των Ιαπώνων. Οι απώλειες ήταν πολύ μεγάλες και από τις δύο πλευρές (96.000 Ρώσοι, συμπεριλαμβανομένων 20.000 αιχμαλώτων, και 70.000 Ιάπωνες).

Η ρωσική ήττα ολοκληρώθηκε. Λίγο αργότερα, ο πόλεμος στη θάλασσα κατέληξε επίσης σε καταστροφή για τους Ρώσους. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1904-1905, το Ναυαρχείο είχε αποφασίσει να στείλει τον στόλο της Βαλτικής στην Άπω Ανατολή. Χρειάστηκαν οκτώ μήνες για να φτάσει στην Άπω Ανατολή. Κατά την άφιξή του στο στενό της Κορέας, η ρωσική μοίρα (12 θωρηκτά, 8 καταδρομικά, 9 τορπιλάκατοι) καταστράφηκε σε απόσταση αναπνοής από το νησί Τσουσίμα στις 27 και 28 Μαΐου 1905 από τον ιαπωνικό στόλο, ο οποίος περιελάμβανε 12 θωρηκτά, 16 καταδρομικά και 65 τορπιλάκατους.

Η Συνθήκη του Πόρτσμουθ. Σε αυτή την κρίσιμη κατάσταση, οι Ρώσοι αποφάσισαν να διαπραγματευτούν. Χάρη στη μεσολάβηση της Βρετανίας, της Γαλλίας και του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Θίοντορ Ρούσβελτ, πέτυχαν ανακωχή, η οποία προηγήθηκε της συνθήκης ειρήνης που υπογράφηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1905 στο Πόρτσμουθ. Η Ρωσία αναγνώρισε το δικαίωμα της Ιαπωνίας να ασκεί προτεκτοράτο στην Κορέα, της παραχώρησε το Πορτ Άρθουρ, το Νταϊρέν και τα δικαιώματά της επί του εδάφους του Λιαοντόνγκ, τον σιδηρόδρομο της Νότιας Μαντζουρίας, καθώς και το τμήμα της νήσου Σαχαλίνη που βρισκόταν νότια του πεντηκοστού παραλλήλου. Από στρατιωτικής άποψης, ο πόλεμος αυτός, στον οποίο είχε κάνει την πρώτη εμφάνισή του σε ισχύ το πολυβόλο και το πυροβόλο ταχείας βολής, έδωσε στο πυροβολικό μια κεφαλαιώδη πλέον σημασία, η οποία επρόκειτο να επιβεβαιωθεί από τα συνεχή μέτωπα του 1914-1918. Στον πολιτικό τομέα, η Συνθήκη του Πόρτσμουθ σηματοδότησε την απότομη διακοπή της ρωσικής επέκτασης προς την Ανατολή και μαρτυρούσε, σε διεθνές επίπεδο, την άνοδο της Ιαπωνίας στον βαθμό της μεγάλης δύναμης.

Η Κίνα και, φυσικά, η Κορέα, ήταν από τους μεγάλους χαμένους της Συνθήκης του Πόρτσμουθ. Η υπογραφή της από το Τόκιο άνοιξε ωστόσο μια πολιτική κρίση στην Ιαπωνία, καθώς περιελάμβανε συμβιβασμούς που επέβαλαν οι Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με το νησί της Σαχαλίνης (η πλήρης κατοχή του οποίου αναμενόταν) και οικονομικές αποζημιώσεις.

Η σημασία του Ρωσοϊαπωνικού Πολέμου

Με την κλίμακα των στρατευμάτων που κινητοποιήθηκαν, τον πόλεμο των χαρακωμάτων και των οχυρώσεών του, τη μαζική χρήση του πολυβόλου και του πυροβόλου ταχείας βολής, τη μαζική θυσία των στρατιωτών, προανήγγειλε τα συνεχόμενα μέτωπα του 1914-1918, μπαίνοντας στα χρονικά της στρατιωτικής ιστοριογραφίας[21]. Δείχνει πώς ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος διαμορφώθηκε στην Ανατολή και όχι μόνο στη Δύση. Η Ρωσία έχασε το μεγαλύτερο μέρος των στρατιωτικών της μέσων, τα οποία έπρεπε να ανασυγκροτήσει εσπευσμένα και έχανε την πρωτοβουλία στον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό για τον έλεγχο της Ασίας, στον οποίο είχαν εμπλακεί όλες οι δυνάμεις. Προσπάθησε να ανακτήσει τον έλεγχο από το 1909, αλλά χωρίς επιτυχία στη βορειοανατολική Ασία. Από την άλλη πλευρά, η «επιστροφή» της περιέπλεξε το βαλς των συμμαχιών που αποτέλεσε το προοίμιο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Η διαίρεση του κόσμου είχε ξεκινήσει στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού με την άνοδο της ισχύος των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ιαπωνίας (οι οποίες μετρούσαν η μία την άλλη). Η ρωσοϊαπωνική σύγκρουση εγκαινίασε έτσι τον κύκλο των παγκόσμιων πολέμων που διήρκεσε μέχρι το 1945 (και λίγο περισσότερο σε ορισμένες περιοχές).

Για να κατανοήσουμε τον απόηχο του ρωσοϊαπωνικού πολέμου στους προοδευτικούς κύκλους της εποχής[22], πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι δεν έγινε αντιληπτός ως μια ενδοϊμπεριαλιστική σύγκρουση, αλλά ως η νίκη μιας αστικής συνταγματικής μοναρχίας ενάντια σε ένα από τα χειρότερα αυταρχικά καθεστώτα. Η Ιαπωνία είχε Σύνταγμα, εκλεγμένο κοινοβούλιο, πλειάδα πολιτικών κομμάτων, νόμιμη αντιπολίτευση, μεγαλύτερη ελευθερία του Τύπου, πιο μορφωμένο πληθυσμό. Πριν από το 1906, η Ρωσία ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα χωρίς Σύνταγμα.

Έτσι, ο Λένιν χαιρέτισε στη νίκη του Τόκιο την αντίσταση ενάντια σε μια ρωσική αποικιοκρατική επιχείρηση: «Ο πόλεμος μιας προηγμένης χώρας με μια καθυστερημένη χώρα έπαιξε για άλλη μια φορά, όπως συμβαίνει πολλές φορές στην ιστορία, ένα μεγάλο επαναστατικό ρόλο, που επιτέλεσε η ιαπωνική αστική τάξη, νικήτρια της απολυταρχίας», ευνοώντας το άνοιγμα μιας επαναστατικής κρίσης στην ίδια τη Ρωσία, παρά την αδυναμία του οργανωμένου εργατικού κινήματος, υπογραμμίζοντας έτσι «το μεγάλο επαναστατικό ρόλο του ιστορικού πολέμου στον οποίο συμμετέχει ο Ρώσος εργάτης παρά τον εαυτό του»[23].

Η ιαπωνική νίκη ενίσχυσε τα κινήματα που αγωνίζονταν, σε άλλες χώρες, για την εγκαθίδρυση ενός συνταγματικού καθεστώτος, όπως στο Ιράν και την Κίνα. Γενικά, η ιαπωνική νίκη υπονόμευσε τους δυτικούς ισχυρισμούς για την ανωτερότητα της λευκής φυλής και του πολιτισμού της, ενισχύοντας την αντιαποικιακή αντίσταση, την πανισλαμική αναφορά (Τουρκία), τον πανασιατισμό... συναντώντας ευρεία απήχηση στις αποικιακές και ημιαποικιακές χώρες.

Επαναστάσεις, αντεπαναστάσεις, εξάρτηση και ιμπεριαλιστική αναβίωση

Ανεξάρτητα από τις διαφορές τους, οι ρωσικές και οι κινεζικές επαναστατικές διαδικασίες θέτουν το ζήτημα μιας διπλής ρήξης: με την κυρίαρχη παγκόσμια τάξη και με την αστική τάξη. Βεβαίως, η Ρωσία ήταν μια μεγάλη δύναμη, ενώ η Κίνα είχε αποικιστεί από ανταγωνιστικούς ιμπεριαλισμούς. Μου φαίνεται όμως ότι, ηττημένη κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ρωσία βρισκόταν στο δρόμο προς την μετατροπή της σε εξαρτημένη χώρα, ιδίως εφόσον απειλούνταν και στα ανατολικά της Σιβηρίας.

Η πορεία των επαναστάσεων του 1917 και του 1949 είναι διαφορετική σε κάθε περίπτωση[24]. Στη ρωσική περίπτωση, υπάρχει μια στενή διαλεκτική μεταξύ των εξεγέρσεων των στρατιωτών, των εξεγέρσεων των αγροτών, των διαδηλώσεων των γυναικών, των εθνικών κινημάτων εντός της αυτοκρατορίας και των προλεταριακών κινητοποιήσεων –που οδήγησαν στην ίδρυση εργατικών, αγροτικών και στρατιωτικών σοβιέτ (συμβουλίων)– όσον αφορά τον εμφύλιο πόλεμο, διαδέχθηκε την κατάκτηση της εξουσίας. Στην περίπτωση της Κίνας, μια παρόμοια διαλεκτική (μια πρόσθετη στρατιωτική επίθεση για να σπάσει η εξουσία των πολέμαρχων) διακόπηκε από μια σειρά ηττών που άρχισαν το 1927 (και για την οποία η σταλινική παράταξη στη Μόσχα φέρει μεγάλο μερίδιο ευθύνης). Το κομμουνιστικό κίνημα αποδυναμώθηκε σημαντικά στα αστικά κέντρα και αναγκάστηκε, ως επί το πλείστον, να υποχωρήσει στην ύπαιθρο. Ο εμφύλιος πόλεμος προηγήθηκε της κατάκτησης της εξουσίας κατά δύο δεκαετίες.

Και στις δύο περιπτώσεις, ωστόσο, η επανάσταση οδήγησε, σύμφωνα με την ανάλυσή μας, σε κοινωνίες μετάβασης.

Τι σημαίνει αυτό; Η επαναστατική ανατροπή της προηγούμενης τάξης πραγμάτων άνοιξε μια διαδικασία ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνικής τάξης, η οποία ενσωματώθηκε σε μια σαφώς ορατή τροποποίηση των ταξικών σχέσεων, αλλά ο μετασχηματισμός των κοινωνικών σχέσεων στο σύνολό τους απαιτεί χρόνο –ιδιαίτερα σε γιγαντιαίες χώρες με κυρίως αγροτικό πληθυσμό. Η κοινωνία δεν ήταν πλέον καπιταλιστική, αλλά δεν ήταν ακόμη σοσιαλιστική– και η σοσιαλιστική έκβαση δεν είναι εκ των προτέρων εγγυημένη, κάθε άλλο (γι’ αυτό είναι προτιμότερο να μη μιλάμε για κοινωνίες μετάβασης προς το σοσιαλισμό).

Το μέλλον θα καθοριστεί από τους αγώνες. Δεν υπάρχει κυρίαρχος, καθιερωμένος τρόπος παραγωγής που να αναπαράγεται «φυσικά». Στην τελευταία περίπτωση, υπάρχουν σχέσεις «συμφωνίας» μεταξύ της φύσης της τάξης που βρίσκεται στην εξουσία, του κράτους, της κυρίαρχης ιδεολογίας, των κοινωνικών σχέσεων υποταγής... τις οποίες τα ανατρεπτικά αντίρροπα ρεύματα δυσκολεύονται πολύ να κλονίσουν. Στην περίπτωση μιας μεταβατικής κοινωνίας, πρέπει να σκεφτούμε αντίθετα «ασυμφωνίες», επειδή ο μετασχηματισμός του κοινωνικού σχηματισμού πραγματοποιείται σύμφωνα με ετερογενείς ρυθμούς. Δεν έχουμε συγκεντρώσει επαρκώς μια συγκεκριμένη εννοιολόγηση που να βοηθά στην ανάλυση και τη συζήτηση αυτών των επαναστατικών εμπειριών.

Ωστόσο, το κάναμε όσον αφορά ένα μείζον ζήτημα: τη διαδικασία της γραφειοκρατικοποίησης, δηλαδή την αποκρυστάλλωση μιας νέας κοινωνικής ελίτ που αποκτά επίγνωση των συλλογικών της συμφερόντων, συμπεριφέρεται ως κυρίαρχη «κάστα» και διεκδικεί την εξουσία της επί της κοινωνίας. Οι κίνδυνοι της γραφειοκρατικοποίησης έχουν αναλυθεί προηγουμένως εν μέρει σε σχέση με την ενσωμάτωση των πολιτικών ή συνδικαλιστικών μηχανισμών στην αστική τάξη, αν και η έκταση του κινδύνου έγινε εμφανής μόλις το 1914, όταν κάθε κόμμα της σοσιαλδημοκρατίας ψήφισε υπέρ των πολεμικών πιστώσεων, ενσωματώνοντας την εθνική ενότητα και αποκηρύσσοντας τον πολυδιαφημισμένο διεθνισμό. Ωστόσο, αυτή ήταν η πρώτη φορά που προέκυψε σε μια μεταβατική κοινωνία «μετά την κατάκτηση της εξουσίας».

Αποτυγχάνοντας να εξαπλωθεί γρήγορα σε άλλες χώρες, η επανάσταση βρέθηκε αντιμέτωπη με δύο εχθρούς, έναν άμεσο (την ιμπεριαλιστική και αστική αντεπανάσταση) και έναν ύπουλο και κρυφό, που προέκυπτε από το εσωτερικό του νέου καθεστώτος. Για να καταδείξουμε το πρόβλημα, όταν ο Στάλιν στράφηκε εναντίον των κουλάκων (πλούσιων αγροτών) και επέβαλε την αναγκαστική κολεκτιβοποίηση, η ρωσική αριστερή αντιπολίτευση αρχικά πίστεψε ότι το σταλινικό καθεστώς έκανε μια «αριστερή» στροφή. Ενώ καταγγέλλουν τη γραφειοκρατική συμπεριφορά και τους μηχανισμούς, οι μαοϊκοί (με κάποιες εξαιρέσεις;) δεν έχουν αναλύσει την κοινωνική ιδιαιτερότητα της γραφειοκρατικοποίησης. Θα τολμήσω μια τολμηρή υπόθεση. Μετά το ξέσπασμα του πολέμου της Κορέας (1950-1953), ο Μάο Τσετούνγκ ηγήθηκε μιας βίαιης εκστρατείας καταστολής κατά των «αντεπαναστατών». Ανεξάρτητοι κομμουνιστές (συμπεριλαμβανομένων των τροτσκιστών) έπεσαν θύματά της, αλλά οι παλιές κυρίαρχες τάξεις διαλύθηκαν: η αστική τάξη των πόλεων και η αγροτική αριστοκρατία. Ο αυταρχικός χαρακτήρας του μαοϊκού καθεστώτος ενισχύθηκε.

Ο εσωτερικός κίνδυνος της αστικής αντεπανάστασης είχε μηδενιστεί- από την άλλη πλευρά, είχε ξεκινήσει η διαδικασία της γραφειοκρατικής αντεπανάστασης.

Στο πλαίσιο της ανάλυσής μου, αυτό τελειώνει το 1969, στο χάος της Πολιτιστικής Επανάστασης, όταν ο Μάο ζητά από το στρατό να καταστείλει κάθε διαφωνία, συμπεριλαμβανομένων των δικών του υποστηρικτών. Με δεδομένο το πλαίσιο της εποχής, η γραφειοκρατική αντεπανάσταση δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την αστική αντεπανάσταση που θριάμβευσε στα χρόνια 1980-1990, με σημείο καμπής τη συντριβή σε ολόκληρη τη χώρα του Κινήματος της 4ης Ιουνίου 1989 (η «σφαγή της Τιεν’ανμέν», μια λανθασμένη ονομασία, η οποία όμως έχει επιβληθεί).

Εν κατακλείδι, ας δώσουμε όλη τη σημασία της στην έννοια της γραφειοκρατικής αντεπανάστασης και στην ανάλυση των ιδιαιτεροτήτων της (της διαδικασίας γραφειοκρατικοποίησης). Παραμένει απαραίτητη για την κατανόηση του εικοστού αιώνα της σύγχρονης ρωσικής και κινεζικής ιστορίας, καθώς και για τον καθορισμό των καθηκόντων μας για την καταπολέμηση του γραφειοκρατικού φαινομένου στις διάφορες μορφές του: να ενισχύσουμε την αυτοοργάνωση των εκμεταλλευόμενων. και καταπιεσμένων.

Για να διεξαχθεί αυτή η μάχη, είναι προφανώς απαραίτητο να αποφύγουμε τη χρήση της λέξης «κομμουνιστικό» για να χαρακτηρίσουμε τα καθεστώτα που ισχυρίζονται ότι είναι τέτοια και δεν είναι. Προφανώς δεν πρόκειται να τσακωθούμε για τα κύρια ονόματα βάζοντας εισαγωγικά στα επίθετα «κομμουνιστικό» (όπως στο ΚΚΚ) ή «λαϊκό» (όπως στο ΛΔΚ). Ωστόσο, η λέξη κομμουνιστής είναι, στον κυρίαρχο λόγο, άδεια από κάθε περιεχόμενο, η Κίνα μπορεί, για παράδειγμα, να αναγνωριστεί ως καπιταλιστική και να χαρακτηριστεί ως κομμουνιστική στην ίδια πρόταση, πράγμα που αποτελεί μια υπέροχη αντίφαση σε όρους. Πρέπει να προσπαθήσουμε να είμαστε συγκεκριμένοι ανάλογα με τη χώρα, ανάλογα με τις περιόδους. Η λέξη σταλινικός πρέπει να χρησιμοποιείται, αλλά διευκρινίζοντας τη χρήση της.

Ο «σταλινικός» είναι ο συνθετικός μας χαρακτηρισμός του καθεστώτος που εγκαθίδρυσε ο Στάλιν. Από εκεί και πέρα, πρέπει να διευκρινιστεί. Το επίθετο «σταλινικός» μπορεί να αφορά την ιδεολογία ενός καθεστώτος, ένα κίνημα, τη σκέψη ενός θεωρητικού... Παρόλα αυτά, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί: μια ιδεολογία, μια σκέψη έχουν πάντα πολλαπλές πηγές και ο σταλινισμός θα ήταν μόνο μια συνιστώσα. Μπορεί επίσης να ορίσει τη σχέση οργανικής υποταγής στη Μόσχα ενός κόμματος, ενός κράτους (των δορυφόρων) - δηλαδή την υποταγή στη σοβιετική γραφειοκρατία, στα διεθνή της συμφέροντα, στη διπλωματία της. Αυτός ο ορισμός μου φαίνεται ιδιαίτερα χρήσιμος, γιατί επιτρέπει να αποφύγουμε να βάλουμε στο ίδιο εννοιολογικό τσουβάλι τα κόμματα που συνέχισαν να ακολουθούν τις εντολές, συμπεριλαμβανομένης της ηγεσίας των αντεπαναστάσεων, και τα κόμματα που ηγήθηκαν επαναστάσεων που έσπασαν την εντολή της Γιάλτας (όπως το ΚΚΚ ή, στο Βιετνάμ, το ΚΚΒ). Αυτό ανοίγει ένα ολόκληρο πεδίο συγκεκριμένων αναλύσεων των κινημάτων που προέκυψαν από την Τρίτη Διεθνή στις διάφορες μορφές τους. Αυτό είναι ακόμα έργο σε εξέλιξη σε τεράστια κλίμακα.

Ορισμένες ιδιαιτερότητες του κινεζικού και του ρωσικού καθεστώτος

Για να αναπτυχθεί, ο κινεζικός ιμπεριαλισμός έχει επωφεληθεί από πολλά περισσότερα πλεονεκτήματα από τον αντίστοιχο ρωσικό, ξεκινώντας από την κεντρική θέση που κατέλαβε, με τις ευλογίες των ΗΠΑ, στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Ο Σι Τζινπίνγκ πιστώνεται συχνά τη διεθνή άνοδο της Κίνας, αλλά επωφελήθηκε από τη συνέχεια της πολιτικής της ενσωμάτωσης στην παγκόσμια αγορά που ξεκίνησε ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ μετά την επιστροφή του στην εξουσία και καθοδηγήθηκε από τους διαδόχους του: Ζιανγκ Ζεμίν και Χου Τζιντάο. Όλα αυτά δεν έγιναν χωρίς εσωκομματικές μάχες, αλλά η μετάβαση στη Ρωσία αποδείχθηκε πολύ πιο χαοτική και βασισμένη σε μια πιο εκτεθειμένη οικονομία[25].

Και στις δύο περιπτώσεις, η εξουσία συγκεντρώθηκε περισσότερο υπέρ του Σι Τζινπίνγκ, ενός ανθρώπου του μηχανισμού, της πολιτικοδιοικητικής ελίτ, και του Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος ήταν επικεφαλής της FSB, της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας, κληρονόμου της KGB. Στην Κίνα, η εξουσία συγκεντρώνεται στη Διαρκή Επιτροπή του Πολιτικού Γραφείου (που ελέγχεται εξ ολοκλήρου από την κλίκα του Σι). Στη Ρωσία, η FSB είδε τις εξουσίες της να ενισχύονται σημαντικά σε διάφορους τομείς (συμπεριλαμβανομένης της οικονομίας): το καθεστώς κυριαρχείται από τις ελίτ των υπηρεσιών ασφαλείας, οι οποίες καταλαμβάνουν πλέον τα βασικά κέντρα του συστήματος[26].

Το ρωσικό και το κινεζικό καθεστώς συγκλίνουν στον εθνο-εθνικισμό τους και η συζήτηση σχετικά με τους πολιτικούς χαρακτηρισμούς τους συνεχίζεται. Για να διεξαχθεί, πρέπει να ληφθούν εξίσου υπόψη οι ομοιότητες και οι αντιθέσεις. Άλλη μια τεράστια εργασία που βρίσκεται σε εξέλιξη.

Ακόμη περισσότερο από τη Ρωσία του Πούτιν, το κινεζικό καθεστώς μου φαίνεται ότι βρίσκεται σε σημείο καμπής. Η κρίση που άνοιξε μετά την πυρκαγιά στο εργοστάσιο της Foxconn στο Ουρούμτσι, στο Σιντζιάνγκ, είναι χαρακτηριστική, καθώς η αλληλεγγύη που εκφράστηκε είναι γεωγραφικά εκτεταμένη, πολυεθνική, πολυταξική και πολυπαραγοντική. Ένα σημαντικό μέρος της νεολαίας δεν ανταποκρίνεται στις κανονιστικές προσταγές του Σι Τζινπίνγκ (εντατική εργασία, πρώιμος γάμος κ.λπ.). Οι πολυεθνικές ανησυχούν ότι η σταθερότητα των γραμμών παραγωγής καθίσταται αβέβαιη· ξεκινά ένα κίνημα απεμπλοκής, παράδειγμα του οποίου αποτελεί η Apple (κύριος πελάτης της Foxconn). Αν και πολύ περίπλοκη, η διαδικασία αυτή θα μπορούσε να επεκταθεί.

Η ταχύτητα της μεταστροφής του Σι, λιγότερο από ένα μήνα μετά το τελευταίο συνέδριο του ΚΚΚ, στην ιδιαίτερα βίαιη πολιτική του Μηδενικού Covid, μαρτυρά την ανησυχία του. Όμως, καθώς η πανδημία επιταχύνεται στην Ευρώπη και η Omicron αποδεικνύεται πολύ λιγότερο καλοήθης από ό,τι κάποιοι θέλουν να πιστεύουμε[27], μια αλλαγή πορείας (που οφείλεται τόσο σε οικονομικούς παράγοντες όσο και σε κοινωνική αντίσταση) δημιουργεί τόσα προβλήματα όσα υποτίθεται ότι θα λύσει. Η διατήρηση της προηγούμενης πολιτικής υγείας είναι αδύνατη, αλλά η τροποποίησή της μοιάζει επικίνδυνη λόγω της κακής εμβολιαστικής κάλυψης, της εύθραυστης κατάστασης του συστήματος υγείας και του αναξιοκρατικού χαρακτήρα του. Μπροστά στο μέγεθος της πρόκλησης, ο Σι αποφάσισε να... κάνει στην άκρη! Ήταν στο χέρι του καθενός και της καθεμιάς, καθώς και των τοπικών αρχών, να διαχειριστούν τα πράγματα όπως μπορούσαν.

Τόσο στα λοκντάουν όσο και στο άνοιγμά τους, ο Σι ενισχύει την καπιταλιστική βία και την απόρριψη της υγειονομικής δημοκρατίας σε σημείο καρικατούρας. Κάποιοι του βρίσκουν μια δικαιολογία: το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κίνας είναι υποτίθεται πολύ χαμηλό για τη χρηματοδότηση μιας καλύτερης πολιτικής υγείας. Ωστόσο, η Κίνα έχει τα μέσα να παράγει ό,τι χρειάζεται (προμηθεύει όλο τον κόσμο!) και να εισάγει επειγόντως ό,τι της λείπει ακόμα (εμβόλια πιο αποτελεσματικά από τα δικά της). Δεν έχει περισσότερους δισεκατομμυριούχους από οποιαδήποτε άλλη χώρα;

Μετάφραση: elaliberta.gr

Pierre Rousset, « Impérialisme(s), Russie, Chine – Une mise en contexte historique versée au débat », Europe Solidaire Sans Frontières, 20 Δεκεμβρίου 2022, https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article65082.

Pierre Rousset, “Imperialism(s), Russia, China – a contribution to the debate centred on the historical context”, International Viewpoint, 16 Ιανουαρίου 2023, https://internationalviewpoint.org/spip.php?article7949. Αναδημοσίευση: Europe Solidaire Sans Frontièreshttps://www.europe-solidaire.org/spip.php?article65338

Σημειώσεις

[1] Η Ομάδα των 77 (G77) στα Ηνωμένα Έθνη είναι ένας συνασπισμός των λεγόμενων «αναπτυσσόμενων» χωρών, με στόχο την ενίσχυση της διαπραγματευτικής τους ικανότητας. Δημιουργήθηκε από 77 χώρες και περιλαμβάνει πλέον την πλειονότητα των κρατών μελών του ΟΗΕ, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας (αλλά όχι της Ρωσίας).

[2] Για την ιστορία της έννοιας του ιμπεριαλισμού, βλ. ιδίως Bernard Dreano , «Imperialism and the imperialists», Les Possibles, τεύχος 34, χειμώνας 2022: https://france.attac.org/nos-publications/les-possibles/numero-34-hiver-2022/dossier-l-evolution-des-rapports-geopolitiques-dans-le-monde/article/l-imperialisme-et-les-imperialistes. Διαθέσιμο στο Europe Solidaire Sans Frontières (στο εξής: ESSF, άρθρο 65059),https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article65059.

[3] Το Starlinks έχει επίσης πολλές πολιτικές εφαρμογές, δημιουργώντας άλλα προβλήματα. Να σημειωθεί ότι φαίνεται να έχει τα αδύνατα σημεία του, καθώς είναι ανεπαρκώς κρυπτογραφημένο. Βλέπε ιδίως Elise Vincent, Alexandre Piquard, Cédric Pietralunga , “How Starlinks and Elon Musk’s satellite constellations are changing the war”, Le Monde, 15 Δεκεμβρίου 2022.

[4] The Irrawaddy, “China Opens New Shipping Route to Myanmar From South China Sea”,, 2 Νοεμβρίου 2022, https://www.irrawaddy.com/news/burma/china-opens-new-shipping-route-to-myanmar-from-south-china-sea.html. Διαθέσιμο στο ESSF (άρθρο 64596),  https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article64596.

[5] “Russia deploys in the Arctic”, Le Temps, 31 Μαρτίου 2017,  https://www.letemps.ch/monde/russie-se-deploie-lArctic. Διαθέσιμο στο ESSF (άρθρο 40684),  https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article40684, προαναγγέλλοντας μια νέα οικολογική και ανθρώπινη καταστροφή (για τους αυτόχθονες πληθυσμούς).

[6] AFP, “Washington wants to counter the “aggressive attitude” of Beijing and Moscow in the Arctic”, Le Courrier International, 6 Μαΐου 2019,  https://www.courrierinternational.com/depeche/washington-veut-contrecarrer-lattitude-agressive-de-pekin-et-moscou-dans-larctique.afp.com.20190506.doc.1g76jz.xml. Διαθέσιμο στο ESSF (άρθρο 48898), « Géopolitique : Washington veut contrecarrer “ l’attitude aggressive ” de Pékin et Moscou dans l’Arctique »,  https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article48898.

[7] Anna Matveeva, “Ukraine war: Russia only hurts itself with its inflammatory discourse on Kazakhstan“, The Conversation, 19 Δεκεμβρίου 2022,  https://theconversation.com/ukraine-war-russia-only-hurts-itself-with-its-inflammatory-discourse-on-kazakhstan-196670. Διαθέσιμο στο ESSF (άρθρο 65079), https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article65079.

[8] Ariel Shangguan, “China and Russia’s uneven relationship can be explained with one word”, 13 Δεκεμβρίου 2002, The Conversationhttps://theconversation.com/china-and-russias-uneven-relationship-can-be-explained-with-one-word-196300. Διαθέσιμο στο ESSF (άρθρο 65028), https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article65028.

[9] Pierre Rousset, « La paysannerie vue de gauche », ESSF, 18 Ιανουαρίου 2013, (άρθρο 31088), https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article31088.

[10] Το γεγονός αυτό προκάλεσε δύσκολα προβλήματα στα στελέχη του ΚΚΚ, τα οποία ήταν υποχρεωμένα να εφαρμόσουν έναν διαφοροποιημένο εθνικό προσανατολισμό όσον αφορά τους ρυθμούς της αγροτικής μεταρρύθμισης στις ιδιαίτερες τοπικές πραγματικότητες. Βλέπε William H. Hinton,Fanshen, Terre Humaine collection, Plomb: Παρίσι, 1971 (αρχική έκδοση στα αγγλικά: 1966). Επανέκδοση σε χαρτόδετο βιβλίο (2000).

[11] Ο κοινωνιολόγος του αγροτικού κόσμου Teodor Shanin ανανέωσε τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαμε να δούμε τη Ρωσία. Βλέπε ιδίως τους δύο τόμους του έργου του, The Roots of Otherness: Russia’s turn of the Century: Russia as a “Developing Society” (Macmillan 1985) και Russia 1905-07, Revolution as a Moment of Truth (Macmillan 1986).

[12] Kevin B. Anderson, “From the Grundrisse to Capital: Multilinear Themes”, Marx at the Margins, University of Chicago Press: Σικάγο και Λονδίνο, 2010.

[13] Για μια παρουσίαση αυτής της συζήτησης και ένα επιχείρημα από το οποίο εμπνέομαι, βλέπε Ernest Mandel, “The ‘Asian mode of production’ and the historical preconditions of the rise of capital”, στο The Formation of the Economic Thought of Karl Marx, αγγλική μετάφραση 1971, έκδοση Verso 2015.

[14] « Révolte des Taiping », Wikipediahttps://fr.wikipedia.org/wiki/Révolte_des_Taiping.

[15] Αναφέρω τη διατύπωση του δυτικού μαρξισμού με τη γενική της έννοια, ενώ χρησιμοποιείται και με μια πολύ πιο περιορισμένη έννοια.

[16] Nguyen Khac Vien, “Confucianism and Marxism in Vietnam”, La Pensée, τεύχος 105, Οκτώβριος 1962.

[17] Gerhard Krebs, “World War Zero? Re-assessing the Global Impact of the Russo-Japanese War 1904-05”, The Asia-Pacific Journal, τόμος 10, τεύχος 21, αριθ. 2, 19 Μαΐου 2012, https://apjjf.org/2012/10/21/Gerhard-Krebs/3755/article.html. Διαθέσιμο στο ESSF (άρθρο 65055), https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article65055.

[18] Μια άγνοια που καταπολεμά ο Pierre Grosser, The history of the world is made in Asia. Another vision of the twentieth century, Odile Jacob: Παρίσι 2017.

[19] Η εγκυκλοπαίδεια Larousse προσφέρει μια καλή περίληψη αυτού του πολέμου, στην οποία στηρίζομαι εδώ: « Guerre russo-japonaise (février 1904-septembre 1905) », Larousse Encyclopediahttps://www.larousse.fr/encyclopedie/divers/guerre_russo-japonaise/141839.

[20] https://www.lesjeunesrussisants.fr/histoire.html.

[21] Bruno Birolli, « Guerre russo-japonaise : Port-Arthur, la mère de toutes les batailles du XXème siècle », Asialyst, 3 Οκτωβρίου 2020, https://asialyst.com/fr/2020/10/03/guerre-russie-japon-port-arthur-mere-toutes-batailles-xx-siecle/. Διαθέσιμο στο ESSF (άρθρο 65089), https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article65089.

[22] Jean-Raphaël Chaponnière, « L’onde de choc de la bataille de Tsushima en 1905 », Asialyst, 21 Ιουλίου 2017, https://asialyst.com/fr/2015/06/02/l-onde-de-choc-de-la-bataille-de-tsushima-en-1905/. Διαθέσιμο στο ESSF (άρθρο 65091), https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article65091.

[23] Works, τόμος 8, σ. 45-48. Εντάσσεται στο πλαίσιο από τον Georges Haupt, « Guerre et révolution chez Lénine », Revue française de sciences politiques, ταύχος 2, 1971. Ηλεκτρονική έκδοση: https://alencontre.org/societe/histoire/guerre-et-revolution-chez-lenine.html.

[24] Ασχολήθηκα με το θέμα αυτό σε προηγούμενο άρθρο μου, στο οποίο εξετάζεται επίσης το πολιτικό και ιστορικό του πλαίσιο. Pierre Rousset, « Retour sur le mouvement maoïste international au XXe siècle et l’héritage ambivalent de la révolution chinoise », ESSF, 8 Νοεμβρίου 2017, (άρθρο 42406), https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article42406.

[25] Ilya Budraitskis, “Russia in Crisis: the Agonies of the Oil Empire”, ESSF, Ιανουάριος 2016 (άρθρο 37074), https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article37276. [Ilya Budraitskis, «Η Ρωσία σε κρίση: οι αγωνίες της αυτοκρατορίας του πετρελαίου», e la libertà, 13 Φεβρουαρίου 2016, https://www.elaliberta.gr/%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%AE/%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B5%CF%85%CF%81%CF%8E%CF%80%CE%B7-%CE%B2%CE%B1%CE%BB%CE%BA%CE%AC%CE%BD%CE%B9%CE%B1/1011-%CE%B7-%CF%81%CF%89%CF%83%CE%AF%CE%B1-%CF%83%CE%B5-%CE%BA%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B7-%CE%BF%CE%B9-%CE%B1%CE%B3%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B5%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B5%CE%BB%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%85].

[26] Yauheni Kryzhanousky, « De l’autoritarisme russe à la guerre en Ukraine », AOC, 23 Νοεμβρίου 2022, https://aoc.media/analyse/2022/11/22/de-lautoritarisme-russe-a-la-guerre-en-ukraine/. Διαθέσιμο στο ESSF (άρθρο 64922), https://www.europe-solidaire.org/spip.php?article64922.

[27] Σκοτώνει σήμερα πάνω από εκατό ανθρώπους την ημέρα στη Γαλλία, χωρίς να υπολογίζονται Αυτή τη στιγμή σκοτώνει περισσότερους από εκατό ανθρώπους την ημέρα στη Γαλλία, χωρίς να υπολογίζονται τα long covids [οι μακροχρόνιες επιπτώσεις].