Συζητώντας με Ουκρανούς ριζοσπάστες (ανταπόκριση από το Λβιβ-μέρος 1ο)

Μία χρήσιμη ανταπόκριση για όσους-ες θέλουν να καταλάβουν πώς βλέπουν την τρέχουσα κατάσταση τα κοινωνικά και φεμινιστικά κινήματα στην Ουκρανία. Κείμενο του κοινωνικού οικολόγου Davide Grasso. AVAILABLE IN ENGLISH & ITALIAN

Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στην Ουκρανία για να γνωρίσω τις φωνές της κοινωνικής και στρατιωτικής αντίστασης στη ρωσική εισβολή οι οποίες είναι πιο κοντά στην ιδέα μου για τον κόσμο. Η ηγεμονία των δημόσιων αφηγήσεων για τον πόλεμο που συνθλίβονται στη νεοφιλελεύθερη ή την ερυθρό-καφέ ρητορική, η εξιδανίκευση του ΝΑΤΟ ή εκείνη των εχθρών του, δεν μου αρκούν εξαρχής. Χθες, επιτέλους, στο Λβιβ (Lviv) μπόρεσα να συμμετάσχω σε μια μακρά και παθιασμένη συνάντηση μεταξύ Ιταλών και Ουκρανών που μοιράζονται την ανάγκη να αντιταχθούν στην ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας) και του ολιγαρχικού και ομοφοβικού σκοταδισμού στον πρώην σοβιετικό χώρο (ξεκινώντας από τη Λευκορωσία).

Χτες το βράδυ, ακτιβίστριες* από το Sotsialnyi Rukh (Κοινωνικό Κίνημα) και το Φεμινιστικό Εργαστήρι ήταν παρόντες για να συζητήσουν μαζί μου και με τους Κοινωνικούς Δήμους της Μπολόνια: αυτοί αντίστοιχα αποτελούν μια σοσιαλιστική οργάνωση με παρουσία στο Λβιβ, το Κίεβο και το Χάρκοβο και ένα φεμινιστικό δίκτυο που δραστηριοποιείται στο Λβιβ, το Κίεβο και μαζί με τις γυναίκες της Κριμαίας.

Η συζήτηση επικεντρώθηκε στα σχέδιά τους να εγκαθιδρύσουν μια αυθεντικά δημοκρατική κοινωνία στην Ουκρανία που θα πρέπει να οικοδομηθεί κατά τη διάρκεια και μετά την αντίσταση· στη σημασία των εννοιών του αντιιμπεριαλισμού και της μετα-αποικιοκρατίας σε σχέση με την ιστορική κατάσταση και την ένοπλη αντίσταση της Ουκρανίας· στις γυναίκες και την αυτοάμυνα· στην αμφισημία της σοσιαλιστικής κληρονομιάς για την ουκρανική αριστερά και την ουκρανική κοινωνία· στην επιβεβαίωση της γλωσσικής και θρησκευτικής πολυμορφίας της Ουκρανίας ως πλεονεκτήματος· στην ανάγκη αποκεντρωμένων θεσμών· στη βούληση να υπερασπιστούμε χώρους αυτονομίας και δημοκρατίας ενάντια στο ιμπεριαλιστικό σχέδιο της Ενωμένης Ρωσίας (κόμμα του Πούτιν) με όλη την απαραίτητη αποφασιστικότητα.

Ήταν μια συνάντηση με μεγάλη επίδραση (αν και διακόπηκε από προειδοποιήσεις για επίθεση από αέρα που συνεπάγονταν ταλαιπωρία, μεταφορά μας και αναπόφευκτες ανησυχίες) και μια συνάντηση που ειλικρινά αναζητούσα εδώ και καιρό. Ήταν, πράγματι, πολύ ενδιαφέρουσα η αναφορά τους στην εκτεταμένη κοινωνική εχθρότητα των Ουκρανών προς τον επικρατούντα νεοφιλελευθερισμό, στο πώς η ιδέα των κοινωνικών δικαιωμάτων, των δημόσιων στεγαστικών λύσεων, της δημόσιας υγείας και της λογικής κατανομής του πλούτου είναι ευρέως διαδεδομένη στον πληθυσμό και συγκρούεται ευθέως με τη γραμμή της κυβέρνησης του Κιέβου.

Ταυτόχρονα, η γενική πολιτισμική τάση είναι αυτή της ριζικής απόρριψης των όρων “αριστερά”, “κομμουνισμός” ή “σοσιαλισμός” λόγω της καταπίεσης που υπέστησαν στο παρελθόν από τις κομμουνιστικές ηγεσίες, και αυτό δημιουργεί την παράδοξη και πολύ επικίνδυνη κατάσταση ενός πληθυσμού που, όπως μας λένε, «επιθυμεί μορφές σοσιαλισμού αλλά απορρίπτει κάθε αριστερή ταυτότητα».

Γι’ αυτό το λόγο, το Κοινωνικό Κίνημα και το Φεμινιστικό Εργαστήρι προσπαθούν να οικοδομήσουν μια συγκεκριμένη κοινωνική παρέμβαση (το πρώτο με τα συνδικάτα, το δεύτερο με τις γυναίκες που εκτοπίστηκαν από τον πόλεμο) που καθιστά αδύνατο για τμήματα του πληθυσμού να μην αναγνωρίσουν τον ιστορικό και κοινωνικό ρόλο μιας Αριστεράς που απορρίπτει τόσο τα μοντέλα του φιλελευθερισμού όσο και εκείνα του υπαρκτού σοσιαλισμού, και μπορεί έτσι να διαδώσει τα εξελισσόμενα παραδείγματά της. Ο λόγος [discourse]που επιδιώκουν να αναδείξουν είναι ότι η ουκρανική ηγεσία προσπαθεί να μετατρέψει τον ίδιο τον πόλεμο σε μια επιχείρηση για τις ιδιωτικές ολιγαρχίες, ενώ το πολιτικό και ηθικό παράδοξο είναι ότι αυτό είναι ασύμβατο με την κουλτούρα της τεράστιας συλλογικής, στρατιωτικής και κοινωνικής αλληλεγγύης που εξαπλώθηκε ως νέο γεγονός στα λαϊκά στρώματα κατά τη διάρκεια της αντίστασης.

Εξαιρετικά σημαντική είναι η ανάλυση που μοιράστηκαν μαζί μας σχετικά με την ιστορική μνήμη, λέγοντας ότι οι Αρχές μυθοποιούν τις θεμελιώδεις μορφές της ουκρανικής εθνικής εμπειρίας στα χρόνια μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αποκρύπτοντας τον σοσιαλιστικό χαρακτήρα των πολιτικών και πνευματικών προσωπικοτήτων εκείνης της περιόδου, προς όφελος εκείνων που θέλουν να τους συσχετίσουν, αναχρονιστικά και αντιφατικά, με τον φασιστικό εθνικισμό που ωρίμασε στη Δύση στα τέλη της δεκαετίας του 1930, αφού οι σταλινικές σφαγές στη χώρα, που στρέφονταν κατά των αγροτών [μαχνοβίτικο κίνημα] και των κομμουνιστικών πρωτοπόρων της Οκτωβριανής Επανάστασης, είχαν ολοκληρώσει την καταστροφή της ουκρανικής Αριστεράς.

Μας είπαν, επίσης, ότι ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη διεθνών σχέσεων, όχι όμως μόνο –ή όχι απαραίτητα– προς τη Δύση: πιστεύουν ότι η ιστορία τους έχει πολλά κοινά με εκείνη πολλών αποικιοκρατούμενων χωρών στην Ασία και την Αφρική και σκοπεύουν να μάθουν από τις ιστορίες αυτών των γεωγραφιών. Σημειώστε ότι οι εκφράσεις “αντιιμπεριαλισμός” και “μετα-αποικιοκρατία”, μας λένε, ήταν πρακτικά ανύπαρκτες στη γλώσσα της ουκρανικής Αριστεράς μέχρι το 2022, ενώ μετά τη ρωσική εισβολή έχουν εισβάλει στη συζήτηση.

Μου έκανε εντύπωση πώς οι κοπέλες αναφέρθηκαν στις φεμινιστικές ομάδες που, αυτή την περίοδο, αρνήθηκαν ως “δυτικές φεμινίστριες” το δικαίωμα των Ουκρανών γυναικών ακόμα και στην ένοπλη αντίσταση. Επεσήμαναν ότι, από τη δική τους οπτική γωνία, η μη υποστήριξη του αγώνα όσων πλήττονται από μια αποικιοκρατική εισβολή, που πραγματοποιείται μάλιστα από μια τρανσφοβική και μισογυνική ηγεσία, όπως αυτή που χαρακτηρίζει την Ενωμένη Ρωσία, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση λύση για τις Ουκρανές γυναίκες ή για τις γυναίκες οπουδήποτε στον κόσμο.

Γνωρίζουν ότι η ρωσική εισβολή θα επιφέρει δυσκολίες στους κοινωνικούς αγώνες στην Ουκρανία και παρενέργειες από την άποψη του πολιτισμικού μιλιταρισμού, αλλά ότι θα αντιμετωπίσουν αυτά τα προβλήματα χωρίς να αρνηθούν στους εαυτούς τους και στους Ουκρανούς το δικαίωμα να απορρίψουν την επιβολή ενός οπισθοδρομικού μοντέλου, όπως αυτό που η ρωσική κυβέρνηση θα ήθελε να εξάγει στις σχέσεις των φύλων. (Λένε ότι έχουν ήδη αρκετά προβλήματα με τις πολιτικές κατά των αμβλώσεων που προωθούνται από τους κυβερνώντες Ουκρανούς νεοφιλελεύθερους μαζί με τις τοπικές εκκλησιαστικές ιεραρχίες). Σημειώνουν, τέλος, ότι δεν βλέπουν καμία αντίφαση μεταξύ φεμινισμού και ένοπλης αυτοάμυνας.

Χαίρομαι που επιτέλους άκουσα, όχι Ουκρανούς γενικά, αλλά τους ανθρώπους στην Ουκρανία που παίρνουν πολιτική θέση σε γραμμές που είναι συμβατές με άλλες επιθυμίες, ανάγκες και συμφέροντα. Ήμουν πάντοτε τόσο καχύποπτος με όσους μιλούσαν για τα συμφέροντα και τα χαρακτηριστικά μιας κοινωνικής ομάδας χωρίς να ακούν τις φωνές που αναδύονται μέσα από αυτή την ομάδα, όσο και με όσους ακούνε φωνές αδιαφοροποίητες από την ομάδα αυτή, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους την πολιτική και αξιακή προκατάληψη που ενυπάρχει σε κάθε ανθρώπινη τοποθέτηση.

Με άλλα λόγια: όπως και με τους Σύριους με τους οποίους συνομιλώ και από τους οποίους μαθαίνω για τις Δημοκρατικές Δυνάμεις της Συρίας (το πολυεθνικό συνομοσπονδιακό κίνημα που προωθείται από το Ypj-Ypg) και όχι από ισλαμιστές ή από Μπααθιστές, έτσι και με τους Ουκρανούς*, ακούω και μαθαίνω, όχι τους φασίστες του Αζόφ ή του κόμματος του Ζελένσκι, αλλά από τις δημοκρατικές δυνάμεις της Ουκρανίας.

Το γεγονός ότι είναι τώρα μικροί σπόροι, αποφασισμένοι να παλέψουν ενάντια σε όλες τις αντιξοότητες για να βλαστήσουν, κάνει μόνο πιο επείγουσα την ανάγκη να οικοδομήσουμε πολιτική φιλία μαζί τους.

2η μέρα συνομιλιών με Ουκρανούς ριζοσπάστες (ανταπόκριση από το Λβιβ – 2ο μέρος)

Δεύτερη ημέρα συνομιλιών στο Λβιβ με την ουκρανική νεολαία που υποστηρίζει την αντίσταση παίρνοντας θέση ενάντια ή πέρα από την κυβερνητική γραμμή. Πρώτα, συναντάμε τον Ihor, έναν φοιτητή πανεπιστημίου από τη συλλογικότητα Άμεση Δράση. Πρόκειται για μια ιστορική φοιτητική ομάδα, η οποία μεταξύ 2008 και 2014 είχε ηγηθεί αρκετών κινητοποιήσεων, όπου πολλοί Ουκρανοί ακτιβιστές και αγωνιστές του παρόντος εκπαιδεύτηκαν πολιτικά. Στη συνέχεια, μετά το Euromaidan, ολόκληρη η ουκρανική ριζοσπαστική αριστερά διασπάστηκε εξαιτίας των πολύ διαφορετικών ερμηνειών των όσων συνέβαιναν. Η Άμεση Δράση διαλύθηκε. Πριν από λίγους μήνες στο Λβιβ κάποιοι φοιτητές οργάνωσαν ένα συνέδριο για τον αντιφασισμό, αλλά το πανεπιστήμιο το κατέστησε αδύνατο μέσω γραφειοκρατικής κωλυσιεργίας. Ο Ihor πιστεύει ότι δεν ήταν το θέμα που ενοχλούσε, αλλά το γεγονός από μόνο του ότι οι φοιτητές ανακτούσαν την αυτονομία τους, σε μια εποχή που η πολιτική ελευθερία συχνά τους αποστερείται στη χώρα, χρησιμοποιώντας ως δικαιολογία τον συνεχιζόμενο πόλεμο.

Οι φοιτητές αποφάσισαν να απαντήσουν με την επανίδρυση της Άμεσης Δράσης έπειτα από εννέα χρόνια απουσίας και τώρα ασχολούνται με τη συσπείρωση νέων ακτιβιστών στις σχολές. Ο Ihor λέει ότι η δημιουργία φοιτητικής πολιτικής συλλογικότητας είναι ένας στόχος που από μόνος του είναι στρατηγικός στην Ουκρανία.

Γνωρίζουμε την Αναστασία, από το Φεμινιστικό Εργαστήρι, μια οργάνωση που προσπαθεί να δράσει στα σχολεία (παρά το μποϊκοτάζ των τοπικών πολιτικών που θεωρούν τον όρο φεμινίστρια “επικίνδυνο”) και λειτουργεί ένα καταφύγιο για γυναίκες που έχουν εκτοπιστεί από περιοχές που έχουν καταληφθεί ή έχουν πληγεί από στρατιωτικές επιχειρήσεις. Μαζί της συζητάμε για το πώς η Ουκρανία μπορεί να ξεπεράσει τις συγκρούσεις του παρελθόντος και του παρόντος και να αποφύγει την εσωτερική ή εξωτερική εργαλειοποίηση των περιφερειακών της διαφορών.

Κατά τη γνώμη της, ο μόνος τρόπος είναι να επενδύσουμε στις κοινότητες σε μικρό και τοπικό επίπεδο, να δημιουργήσουμε μια μη γραφειοκρατική ενεργοποίηση του κόσμου και μια αίσθηση του ανήκειν και της αλληλεγγύης επί του συγκεκριμένου, όπως συνέβη τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου, όταν, όπως λέει, αναπτύχθηκε μια ευρεία αυτοοργάνωση από τη μία πολυκατοικία στην άλλη. Οι οικογένειες οργανώθηκαν για να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες, συμπεριλαμβανομένης της περιφρούρησης από πιθανή διείσδυση του εχθρού, πρώτα στο Κίεβο όταν αυτό περικυκλώθηκε. Αυτή η εμπειρία θα πρέπει να αποτελέσει το σημείο εκκίνησης, ειδικά επειδή η αντίσταση στην εισβολή είναι το σημείο εκκίνησης της νέας Ουκρανίας.

Η ενδυνάμωση της συγκεκριμένης κοινωνικής ταυτότητας σε τοπικό επίπεδο θα μπορούσε, λέει, να αντιταχθεί στις ενδιαφερόμενες και τεχνητές αφηγήσεις. Αυτές προσπαθούν να υποδηλώσουν μια αίσθηση ταυτότητας από παραληρηματικές αναφορές σε αιματοβαμμένες κοινότητες ενός μακρινού, ίσως μεσαιωνικού παρελθόντος, όπως κάνουν τόσο η ρωσική κυβέρνηση όσο και η ουκρανική ακροδεξιά. Από την άλλη πλευρά, είναι απαραίτητο για την Ουκρανία να γίνει ο γενικότερος χώρος του ανήκειν, δίχως εθνοτικές αναφορές, αλλά κατανοητός ως ένας πολιτικός χώρος.

Σε αυτόν τον χώρο, εξηγεί, το Φεμινιστικό Εργαστήρι προσπαθεί να προωθήσει τον φεμινισμό και αυτό δεν είναι εύκολο, ειδικά με ηλικιωμένους άνδρες σε θέσεις εξουσίας, ενώ είναι ευκολότερο, αν και όχι πάντα, με τις γυναίκες. Η σοβιετική κληρονομιά παίρνει τη μορφή πολλών γυναικείων οργανώσεων, παράλληλα η κυρίαρχη επιθυμία για ένταξη στην ΕΕ δημιουργεί προσδοκίες όσον αφορά τα δικαιώματα των φύλων. Είναι σημαντικό, λέει, να δράσουμε έτσι ώστε αυτή η εικόνα της ΕΕ να γίνει πιο ρεαλιστική: πολλοί στην Ουκρανία ταυτίζουν την ΕΕ με τη γερμανική κουλτούρα των κανόνων και τη φαντάζονται ως έναν ενιαίο χώρο. Η Αναστασία, όμως, και πολλοί άλλοι που έχουν ταξιδέψει γνωρίζουν ότι πρόκειται για μια πολύ πιο διαφορετική και αντιφατική πραγματικότητα, αν την αντιληφθούμε ως έναν πραγματικό ιστορικό και κοινωνικοπολιτικό χώρο, όπως συνειδητοποιούν και οι Ουκρανοί πρόσφυγες. Επιπλέον, ο νεοφιλελεύθερος προσανατολισμός της ΕΕ θα δημιουργήσει μια σειρά από απογοητεύσεις και ματαιώσεις, μας λέει, στον ουκρανικό πληθυσμό. Πιστεύει ότι θα πρέπει να αγωνιστούν για μια προσχώρηση που θα προστατεύει τα (λίγα) εναπομείναντα κοινωνικά δικαιώματα στη χώρα. Σε γενικές γραμμές, λέει, η αναφορά στην ΕΕ είναι ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για τις αντιδραστικές και ακροδεξιές ιδεολογίες στη χώρα σήμερα.

Υπάρχει μια βαθιά ριζωμένη πατριαρχική κουλτούρα, επισημαίνει η ίδια, απέναντι στην οποία ο πόλεμος έχει αμφίσημες επιπτώσεις. Από τη μία πλευρά, έχει εκδηλωθεί μαζική αγανάκτηση για τους βιασμούς που διαπράττουν οι Ρώσοι στρατιώτες, για παράδειγμα στο Χάρκοβο, που είναι η πόλη της. Από την άλλη πλευρά, αυτή η αγανάκτηση έχει εθνοποιηθεί από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι όταν ένα 14χρονο κορίτσι βιάστηκε από συμμαθητές του στα Καρπάθια (δυτική Ουκρανία), πολλοί άρχισαν να θέτουν τα συνήθη ερωτήματα: Γιατί ήταν μόνη της μαζί τους; Γιατί ήταν ντυμένη έτσι; Η οργάνωση της Αναστασίας παρεμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις δείχνοντας με το δάχτυλο την υποκρισία αυτής της στάσης, η οποία αντιμετωπίζει τις γυναίκες ως άυλη εθνική “ιδιοκτησία” για τον ξένο, αλλά δυνητικά διαθέσιμη για τη βία των ντόπιων.

Οι φεμινίστριες απευθύνονται στον δημόσιο διάλογο και ρωτούν: γιατί πρέπει να κατηγορείται κρυφά το θύμα όταν οι βιαστές είναι Ουκρανοί φοιτητές, εφόσον αντιλαμβανόμαστε ότι ο βιασμός είναι αδικαιολόγητος όταν διαπράττεται από Ρώσους στρατιώτες; Συνολικά, αναφέρει ότι αυτή η δημόσια συζήτηση άνοιξε χώρους για την προώθηση της κοινωνικής συνείδησης σχετικά με τη βία λόγω φύλου.

Ένα στοιχείο που αποκαλύπτει την οπισθοδρόμηση του κράτους σε θέματα φύλου, εξηγεί, είναι ακριβώς η στρατιωτική διαχείριση της αντίστασης. Στις γυναίκες δίνεται στην πραγματικότητα πολύ λίγος χώρος στον στρατό, και συχνά υποβιβάζονται σε συγκεκριμένους ρόλους, όπως ως νοσοκόμες, ή στις κουζίνες. Εκπλήσσεται όταν της λέμε ότι τα δυτικά μέσα ενημέρωσης προσπάθησαν τους τελευταίους μήνες να διαδώσουν την ιδέα ότι ο ουκρανικός στρατός είναι πράγματι ανοιχτός στις γυναίκες. Λέει ότι συμβαίνει το αντίθετο. Πολλές Ουκρανές γυναίκες θα ήθελαν να πολεμήσουν, αλλά εμποδίζονται ή υποβιβάζονται σε μη στρατιωτικούς ρόλους, μερικές φορές μάλιστα χωρίς τα κατάλληλα έγγραφα και με δυσκολίες όταν επιστρέφουν στην κοινωνία των πολιτών. Γι’ αυτόν τον λόγο, δημιουργήθηκε ένα “Κίνημα Βετεράνων Γυναικών” για την υποστήριξη των γυναικών που βρίσκονται (ή έχουν βρεθεί) στις ένοπλες δυνάμεις.

Κατά την άποψή της, η υποχρεωτική στράτευση, την οποία η κυβέρνηση εντείνει, πρέπει να καταργηθεί. Αφορά μόνο τους άνδρες, δημιουργεί πόνο και ταπείνωση σε πολλούς άνδρες που δεν θέλουν να πολεμήσουν, ενώ δεν διευκολύνει τη συμμετοχή των γυναικών στη στρατιωτική αντίσταση, κυρώνοντας γι’ αυτές έναν ρόλο φύλου που θα ήταν ασύμβατος ή λιγότερο κατάλληλος για αυτού του είδους την ευθύνη. Κατά τη γνώμη της, ένας εθελοντικός στρατός είναι επίσης πιο κινητοποιημένος και επομένως πιο αποτελεσματικός.

Η Αναστασία ανησυχεί για την κατάσταση εξάρτησης που συσσωρεύει η χώρα της από τις ξένες δυνάμεις, τις ΗΠΑ κατά κύριο λόγο. Σήμερα η Ουκρανία δεν έχει τα χρήματα για να αντιμετωπίσει τον πόλεμο, επισημαίνει, γι’ αυτό και αναγκάζεται να συσσωρεύσει ένα χρέος που μπορεί να στραφεί εναντίον της αύριο. Αυτό που λένε σήμερα οι ξένοι πολιτικοί, λέει, δεν είναι αυτό που θα πουν αύριο. Πάντοτε ενεργούν με αυτόν τον τρόπο. Η πρόκληση για την Ουκρανία είναι λοιπόν να μετατοπίσει την πολιτική της προς τα αριστερά, να παράγει κοινωνικά οφέλη και να αμφισβητήσει τη λογική της εξαθλίωσης που θα ακολουθήσει τον πόλεμο. Η λογική της υπερχρέωσης θα μπορούσε να δημιουργήσει ανεργία για χιλιάδες βετεράνους εκπαιδευμένους στα όπλα, οι οποίοι θα αποτελέσουν ανεξέλεγκτο παράγοντα για τη μελλοντική κοινωνία. Από την άλλη πλευρά, η ανησυχία της για την αμερικανική πίεση στην Ουκρανία είναι πιο άμεση: φοβάται ότι οι ΗΠΑ μπορεί σύντομα να επιβάλουν στην Ουκρανία μια ειρήνη που να αμφισβητεί τα ιστορικά της σύνορα, κάτι που θα ήθελε να δει να αποκλείεται κατηγορηματικά.

Στη συνέχεια συναντούμε τον Valery από το Κοινωνικό Κίνημα. Εξηγεί τον αντίκτυπο του πολέμου στις εργασιακές σχέσεις. Πρώτα απ’ όλα, υπενθυμίζει, ο πόλεμος καθιστά αναγκαίο τον στρατιωτικό νόμο, ο οποίος αναστέλλει το δικαίωμα στην απεργία. Ωστόσο, η ομάδα του συνεργάζεται με διάφορα συνδικάτα, για παράδειγμα ισχυρά μεταξύ των νοσοκόμων ή των σιδηροδρομικών, και η δύναμη που συγκέντρωσαν κατά τη διάρκεια των απεργιών πριν από την εισβολή σημαίνει ότι έχουν κοινωνική δύναμη ακόμη και τώρα. Ωστόσο, επισημαίνει, οι νεοφιλελεύθερες δυνάμεις που υποστηρίζουν τον Ζελένσκι, αντί να προστατεύσουν τους κοινωνικούς δεσμούς σε μια εποχή που η αλληλεγγύη είναι απαραίτητη, εκμεταλλεύτηκαν τον πόλεμο για να επιτεθούν κατά μέτωπο στα δικαιώματα των εργαζομένων.

Αυτά περιέχονται σε έναν εργατικό κώδικα που αποτελεί μέρος της σοβιετικής κληρονομιάς και αποτελεί εδώ και δεκαετίες τον αγαπημένο στόχο των ολιγαρχών και των επιχειρηματιών. Πριν από τον πόλεμο, η σημερινή κυβέρνηση είχε προσπαθήσει να προτείνει μια μεταρρύθμιση με την έννοια της μεγαλύτερης συμβατικής ευελιξίας, αλλά χωρίς επιτυχία. Με τη ρωσική εισβολή, εξέδωσε μια σειρά από έκτακτα διατάγματα που αποδυνάμωσαν τη θέση των εργαζομένων έναντι των εργοδοτών. Στη συνέχεια παρουσίασε ένα σχέδιο για την ουσιαστική κατεδάφιση του εργατικού κώδικα, το οποίο θα καθιστούσε τις αλλαγές αυτές μόνιμες. Το σχέδιο αυτό ευτυχώς δεν βρήκε πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Παρ’ όλα αυτά, η επισφάλεια λόγω των ρυθμίσεων έκτακτης ανάγκης παραμένει, στην οποία οι ακτιβιστές βλέπουν την προδοσία της κυβέρνησης απέναντι στην αντίσταση, την οποία πραγματοποιεί η ουκρανική εργατική τάξη.

Για το λόγο αυτό, παρά την εμπόλεμη κατάσταση, το Κοινωνικό Κίνημα εργάζεται για τη συνεχή συνδικαλιστική συσπείρωση, ξεκινώντας εκστρατείες για την αποκατάσταση των εργασιακών δικαιωμάτων, επιτυγχάνοντας καλά αποτελέσματα σε ορισμένες πόλεις, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Λβιβ. Εδώ, οι εργαζόμενοι έχουν υψηλότερους μισθούς κατά μέσο όρο, γεγονός που προκαλεί εσωτερική μετανάστευση από άλλες πόλεις ανθρώπων που είναι πρόθυμοι να εργαστούν για λιγότερα χρήματα. Το Κοινωνικό Κίνημα και η Ουκρανική Ένωση Εργαζομένων στο Λβιβ άνοιξαν γραφεία για να ενημερώσουν τους εργαζόμενους για τα δικαιώματά τους και να αγωνιστούν για μια συνολική αύξηση των μισθών και στο Λβιβ. Όλα αυτά πηγάζουν από τη σοσιαλιστική πεποίθηση του Valery και της οργάνωσής του.

Ωστόσο, πιστεύει ότι το σοβιετικό μοντέλο σοσιαλισμού όχι μόνο δεν μπορεί, αλλά και δεν πρέπει να αναβιώσει.

Λέει ότι δέχεται τον ορισμό του σοβιετικού συστήματος ως “κρατικού καπιταλισμού”: αποτέλεσε, κατά τη γνώμη του, ένα ριζοσπαστικό κομμουνιστικό κίνημα που κανονικοποιήθηκε με την πάροδο του χρόνου, και αποτέλεσε μια μορφή συσσώρευσης και απαλλοτρίωσης παρόμοια με τη φιλελεύθερη. Δεν αποτελεί έκπληξη, λέει, ότι το τελευταίο δεν είναι καθόλου απαλλαγμένο από τον καταπιεστικό σχεδιασμό, ακόμη και στην εσωτερική γραφειοκρατική δομή των επιχειρήσεων. Αυτές, άλλωστε, αντανακλούν στον ιδιωτικό τομέα, σύμφωνα με τον ίδιο, μορφές καταπίεσης και εκμετάλλευσης που ήταν σε χρήση και στον πραγματικό σοσιαλισμό.

Πιστεύει ότι η ανάπτυξη του γραφειοκρατικού-κρατικού μηχανισμού είναι αυτό που έχει διαταράξει περισσότερο την πραγματική ανάπτυξη του σοσιαλισμού στην Ουκρανία και την ΕΣΣΔ στο παρελθόν. Ως επισφαλής εργαζόμενος στην πληροφορική, δίνει το παράδειγμα ενός σχεδίου για την αυτοματοποίηση του σοσιαλιστικού συστήματος μέσω υπολογιστή, το οποίο ένας ευφυής Ουκρανός μηχανικός πληροφορικής είχε προωθήσει στη δεκαετία του 1970 στην ΕΣΣΔ. Αντ’ αυτού, εμποδίστηκε από τις ελίτ, από φόβο ότι θα άφηνε τη γραφειοκρατική τάξη να χάσει την εξουσία.

Η συζήτηση συνεχίζεται και συνεχίζεται. Γίνεται όλο και πιο περίπλοκη. Εν πάση περιπτώσει, επισήμανα ότι, στην Ιταλία, πολλοί παρανοϊκοί και μονόπλευροι αντίπαλοι της τεχνολογίας, οι οποίοι παρουσιάζονται (ποιος ξέρει γιατί) ως “υπερασπιστές της ελευθερίας”, έχουν δημιουργήσει τελευταία μικρά αλλά θορυβώδη κοινωνικά κινήματα. Οι τελευταίοι, σε ορισμένες περιπτώσεις, έχουν περάσει απρόσκοπτα από την αντίθεση στις εκστρατείες εμβολιασμού στη συμπάθεια προς τη ρωσική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της εισβολής σε αυτή τη χώρα – και στον βομβαρδισμό αυτής της πόλης…