Οι σπόροι του πολέμου

Author
Αυτολεξεί
Date
March 28, 2022

Του Gregory Afinogenov. Ο Gregory Afinogenov είναι επίκουρος καθηγητής ρωσικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Georgetown

«Ο Πούτιν θεωρεί το ρωσικό πολιτειακό καθεστώς και τη ρωσική εθνική και γλωσσική ταυτότητα άρρηκτα συνδεδεμένα και είναι πρόθυμος να χύσει ρωσικό και ουκρανικό αίμα για να προστατεύσει αυτό το εθνικιστικό όραμα»

Τίποτα από τα όσα θα έλεγε ή θα έκανε η Αριστερά στις ΗΠΑ δεν μπορεί να αλλάξει την πορεία του πολέμου στην Ουκρανία, παρ’ όλα αυτά ήταν αρκετά ντροπιαστικό να βρεθεί η Διεθνής Επιτροπή της DSA (Δημοκρατικοί Σοσιαλιστές της Αμερικής) να έχει εμμονή με τη «στρατιωτικοποίηση του ΝΑΤΟ» πριν από την εισβολή (σε μεταγενέστερη δήλωση της η Εθνική Πολιτική Επιτροπή καταδικάζει δικαίως τη ρωσική εισβολή, αλλά υπονοεί ότι ο επεκτατισμός του ΝΑΤΟ «έθεσε τις βάσεις» για τη σύγκρουση). Υπάρχουν εξαιρετικοί λόγοι για να επικρίνουμε το ΝΑΤΟ και την παρέμβαση των ΗΠΑ στο εξωτερικό, τόσο γενικά όσο και στο σημερινό συγκεκριμένο πλαίσιο – και, φυσικά, το πρωταρχικό μας καθήκον είναι να κριτικάρουμε τις ενέργειες της δικής μας κυβέρνησης αντί να παρέχουμε αριστερές εκδοχές της δικής της προπαγάνδας κατά εχθρικών κρατών.

Αλλά είναι επίσης πολύ εύκολο για αυτή τη μορφή συλλογισμού να μετατραπεί σε ένα είδος επαρχιωτισμού που βλέπει μόνο τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους ως πρωτεύοντες παράγοντες· οι υπόλοιπες χώρες, κατά την άποψη αυτή, ενεργούν μόνο ως απάντηση στην επιθετικότητα των ΗΠΑ και όχι για δικούς τους λόγους. Αυτό ακριβώς συμβαίνει εν προκειμένω.

Η αλήθεια είναι ότι το ΝΑΤΟ δεν έχει πιο αφοσιωμένο συνεργό από τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Κανένας άλλος παραδοσιακός εχθρός του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ δεν έχει κάνει περισσότερα για να επικυρώσει τα πυρετώδη όνειρα των πιο ακραίων γερακιών. Πριν από είκοσι χρόνια η συμμαχία ήταν ένα κειμήλιο του Ψυχρού Πολέμου του οποίου η αδυσώπητη επέκταση εις βάρος της Ρωσίας ήταν μια διαυγής προσπάθεια των ΗΠΑ να εδραιώσουν τη μονοπολικότητα όσο οι αντίπαλοί της ήταν αδύναμοι. Προσφάτως, έχει πληγεί από εσωτερικές κρίσεις, από την τουρκική επιθετικότητα στη Συρία και την Αρμενία μέχρι και τη σαφή περιφρόνηση του Ντόναλντ Τραμπ προς τον οργανισμό. Ωστόσο, κάθε φορά που ο Πούτιν κλιμακώνει μια πολιτική σύγκρουση σε στρατιωτική, ή μια τοπική στρατιωτική σύγκρουση σε μια μεγαλύτερη, τόσο οι ηγέτες όσο και οι πολίτες των κρατών του ΝΑΤΟ θυμούνται ότι υπάρχουν, σε τελική ανάλυση, ορισμένα οφέλη του να ζουν υπό την ομπρέλα του άρθρου 5. Στην Ουκρανία, μόνο μια μικρή μειοψηφία υποστήριζε την ένταξη στο ΝΑΤΟ πριν από μια δεκαετία· σήμερα, μετά από χρόνια συγκρούσεων και εδαφικών απωλειών, υποκινούμενες από τη Ρωσία, μια σαφής πλειοψηφία το κάνει. Παραδοσιακά, η εναλλακτική λύση που υποστήριζαν οι αντίπαλοι του ΝΑΤΟ ήταν η «φινλανδοποίηση», κατά την οποία τα μικρότερα κράτη συμφωνούν σε έναν ουδέτερο ρόλο στην πολιτική «των μεγάλων» με αντάλλαγμα εγγυήσεις κυριαρχίας και μη εσωτερικής επέμβασης. Χάρη στις ενέργειες του Πούτιν, αυτή η επιλογή εξατμίζεται τώρα: η ίδια η Φινλανδία υποστηρίζει τώρα σκληροπυρηνικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας και έχει ενωθεί με άλλες ευρωπαϊκές χώρες για την αποστολή στρατιωτικών αποστολών στην Ουκρανία.

Έτσι, αν το κύριο κίνητρο του Πούτιν είναι να αντισταθεί στον ασυμβίβαστο επεκτατισμό του ΝΑΤΟ, γιατί συμπεριφέρθηκε με τρόπο που εγγυάται ότι οι γείτονές του θα τον δουν ως αυξανόμενη απειλή για την ασφάλεια;

Οι ομιλίες και τα γραπτά του προσφέρουν μια απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Για τον Πούτιν, η αντίσταση στο ΝΑΤΟ είναι στην πραγματικότητα δευτερεύουσα μπροστά στον ευρύτερο στόχο της επανένωσης των Ρώσων, των Λευκορώσων και των Ουκρανών υπό ρωσική κυριαρχία – ή, αν όχι αυτό, τουλάχιστον να διασφαλίσει ότι οι ρωσόφωνοι σε ολόκληρη την πρώην Σοβιετική Ένωση είτε θα βρίσκονται σε ένα ασφαλές μπλοκ συμμαχίας με τη Ρωσία (όπως στην περίπτωση της Λευκορωσίας και του Καζακστάν, όπου έχουν σημαντικούς ρωσόφωνους πληθυσμούς) είτε θα κυβερνώνται άμεσα από αυτήν. Ο Πούτιν θεωρεί το ρωσικό πολιτειακό καθεστώς και τη ρωσική εθνική και γλωσσική ταυτότητα άρρηκτα συνδεδεμένα και είναι πρόθυμος να χύσει ρωσικό και ουκρανικό αίμα για να προστατεύσει αυτό το εθνικιστικό όραμα. Φαίνεται επίσης να πιστεύει ότι ο χρόνος περνά – οι νεότερες γενιές ανθρώπων στον μετασοβιετικό κόσμο είναι λιγότερο πιθανό να δουν τα πολιτικά σύνορα της περιοχής ως πρόβλημα που χρήζει διόρθωσης. Εξ ου και ο απελπισμένος, ολέθρια επείγων χαρακτήρας των κινήσεων του Πούτιν το 2013-’14 και ξανά το 2022.

Αυτό εξηγεί την ιδιαίτερη τοξικότητα του Πούτιν προς την Ουκρανία – όχι μόνο προς τη φιλοδυτική της κυβέρνηση, αλλά και προς τη φύση της ίδιας της ουκρανικής κρατικής υπόστασης, η οποία θεωρεί ότι κατασκευάστηκε τεχνητά από τον Λένιν τη δεκαετία του 1920. Ο Πούτιν δεν αρνείται την ύπαρξη ουκρανικής εθνικής ταυτότητας ή κινήματος πριν από την Επανάσταση· αυτό στο οποίο αντιτίθεται είναι η σοβιετική τάση για την προσάρτηση κυρίως ρωσόφωνων περιοχών όπως η Κριμαία, το Ντονμπάς και το Χάρκοβο μέσα σε μια ρεπούμπλικα που θεωρεί ευάλωτη στον έλεγχο από εθνικιστές Ουκρανούς που απορρίπτουν την αυτοκρατορική εμβέλεια της Ρωσίας.

Ο Πούτιν περιγράφει τους στόχους του στην Ουκρανία ως «αποστρατιωτικοποίηση και αποναζιστικοποίηση», αλλά οι πρακτικές επιπτώσεις αυτού παραμένουν ασαφείς. Ένα δοκίμιο του αρθρογράφου Petr Akopov που δημοσιεύθηκε εν συντομία στον ιστότοπο του επίσημου πρακτορείου ειδήσεων RIA Novosti, και στη συνέχεια αποσύρθηκε αμέσως –έχοντας προφανώς συνταχθεί εν αναμονή μιας γρήγορης νίκης– δίνει κάποια εικόνα για το τι μπορεί να συνεπάγονται αυτοί οι στόχοι. Το ζήτημα της εθνικής ασφάλειας, υποστηρίζει, είναι μόνο «δευτερευούσης σημασίας». Πιο σημαντική είναι η επίλυση του «συμπλέγματος ενός διχασμένου λαού, του συμπλέγματος της εθνικής ταπείνωσης» επανενώνοντας τη Ρωσία με την Ουκρανία. Εάν ο Πούτιν δεν είχε αναλάβει αποφασιστική δράση, υποστηρίζει, η «επιστροφή της Ουκρανίας» θα είχε γίνει δυσκολότερη κάθε δεκαετία που περνούσε. Το δοκίμιο δείχνει ότι η Ρωσία δεν θα αρκούνταν σε μερικές προσαρτήσεις στην περιοχή του Ντονμπάς – ο στόχος είναι να «ανακατασκευάσει, να επαναφέρει και να επιστρέψει [την Ουκρανία] στη φυσική της κατάσταση ως μέρος του ρωσικού κόσμου». Αν και το δοκίμιο ισχυρίζεται ότι «αυτό δεν θα σημαίνει την εκκαθάριση του πολιτειακού καθεστώτος της», αυτή η φόρμουλα υποδηλώνει σαφώς τη δημιουργία ενός πιστού δορυφόρου στην Ουκρανία ενάντια στις επιθυμίες του πληθυσμού της. Μακριά από την παρεμπόδιση ενός νέου Ψυχρού Πολέμου, μια τέτοια κίνηση θα το εγγυόταν.

Η τρέχουσα ρωσική εισβολή έχει πολλά κοινά με τον πόλεμο του 2020 μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν. Και οι δύο συγκρούσεις προέρχονται έμμεσα από τη μπολσεβίκικη πολιτική για τις εθνικότητες, η οποία επιδίωξε να δώσει σε μη κυρίαρχες εθνικότητες ένθετες δομές διοίκησης, διασφαλίζοντας παράλληλα την πολιτική συνοχή μέσω της σταθερής διακυβέρνησης του Κομμουνιστικού Κόμματος. Όταν το κόμμα άρχισε να αποδυναμώνεται, αυτές οι πολιτικές δομές δημιούργησαν χώρο για τις εθνικιστικές ελίτ να αναλάβουν την εξουσία και να εμπλακούν σε βίαιες συγκρούσεις. Στην πρώην Γιουγκοσλαβία, ένα παρόμοιο σύνολο πολιτικών κατέρρευσε σε έναν γρήγορο και καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο καθώς το σοσιαλιστικό κράτος διαλυόταν. Η πρώην Σοβιετική Ένωση φαινόταν να τα πήγαινε καλύτερα, παρά τις μικρότερες συγκρούσεις σε μέρη όπως η Αμπχαζία και το Ναγκόρνο-Καραμπάχ τη δεκαετία του 1990 (η τελευταία από τις οποίες αποτέλεσε τον πρώτο γύρο του πολέμου του 2020). Ωστόσο, όπως ανακαλύπτουμε, οι σπόροι του πολέμου μπορεί να αποδειχθούν πολύ πιο μακροχρόνιοι από ό,τι νόμιζε κανείς αρχικά, ειδικά όταν γονιμοποιούνται εντός ενός εθνικιστικού ρεβανσισμού.

Όπως και άλλα μετασοβιετικά κράτη, η Ουκρανία έχει σίγουρα εμπλακεί σε εθνικιστικές τοποθετήσεις τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Οι νεοναζιστικές ομάδες, αν και δεν ασκούν επιρροή στον κυβερνητικό μηχανισμό, έχουν συχνά καταφέρει να λειτουργούν ατιμωρητί ή με τη σιωπηρή ενθάρρυνση ορισμένων κυβερνητικών αξιωματούχων. Ωστόσο, το να επιχειρούμε εδώ μια εξίσωση ή να βλέπουμε μια πιθανή δικαιολόγηση θα ήταν βαθύτατα λάθος. Παρά τους αβάσιμους ισχυρισμούς του Πούτιν για εθνική κάθαρση ή «γενοκτονία» στο Ντονμπάς, η Ρωσία έχει οδηγήσει με συνέπεια τη βίαιη κλιμάκωση των συγκρούσεων, αρχής γενομένης από το 2013-’14, όταν Ρώσοι πράκτορες όπως ο Igor Girkin βοήθησαν στη μετατροπή των διαδηλώσεων στο Ντονμπάς, εναντίον του νεοσυσταθέντος καθεστώτος του Μαϊντάν, σε μια στρατιωτικοποιημένη εξέγερση που υποστηριζόταν άμεσα από τις ρωσικές δυνάμεις.

Και οι δύο πλευρές έχουν έκτοτε δείξει προθυμία να παραβιάσουν τις συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός και να στοχεύσουν άμαχους πληθυσμούς, αλλά η Ουκρανία επιδιώκει, σε τελική ανάλυση, την αποκατάσταση του status quo ante, την κατάσταση δηλαδή που υπήρχε πριν από τον πόλεμο. Μόνο η Ρωσία έχει μεγαλύτερους αυτοκρατορικούς στόχους κατά νου, που αποκλείουν μια πραγματική ειρήνη.

Όσο για τους νεοναζί, ο συνεχιζόμενος αγώνας τούς έδωσε πόρους και νομιμότητα που δεν θα είχαν ποτέ διαφορετικά – και παρά τους νεο-σταλινικούς συνεργούς τους, πολλοί από τους ρωσόφωνους εθνικιστές που υποστηρίζει η Ρωσία στο Ντονμπάς είναι εξίσου δεξιοί με τους ομολόγους τους από το τάγμα των Αζοβ. Αυτός δεν είναι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, και ο «περισσότερος πόλεμος» δεν περιορίζει την εθνικιστική ριζοσπαστικοποίηση.

Σε αυτό το πλαίσιο, ένας γνήσιος σοσιαλιστικός διεθνισμός μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Σε αλληλεγγύη με τους απλούς Ρώσους, πρέπει να αντιταχθούμε στις κυρώσεις, οι οποίες δεν βοηθούν καθόλου τους Ουκρανούς. Αυτές εμπίπτουν σε τρεις κατηγορίες: κυρώσεις στον Πούτιν προσωπικά, στην ολιγαρχική και επιχειρηματική ελίτ της Ρωσίας και στο οικονομικό σύστημα γενικότερα. Το πρώτο είναι αναποτελεσματικό, διότι παρά τον τεράστιο πλούτο του ο Πούτιν δεν υποκινείται κυρίως από υλικό κέρδος. Το δεύτερο αποτελεί λανθασμένη στόχευση, επειδή η ρωσική οικονομική ελίτ δεν λειτουργεί πλέον ως πηγή πίεσης στο καθεστώς – πράγματι, οι κυρώσεις του 2013-’14 βοήθησαν τον Πούτιν να κάνει αυτή την ελίτ πιο συμβατή και πιστή διαταράσσοντας τις ξένες διασυνδέσεις της. Οι ευρείες οικονομικές κυρώσεις, όπως η αποκοπή της Ρωσίας από το SWIFT και το πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων των κεντρικών τραπεζών, είναι οι χειρότερες, διότι οδηγούν σε υπερπληθωρισμό και ελλείψεις βασικών εισαγωγών από τις οποία εξαρτώνται εκατομμύρια ευάλωτοι Ρώσοι. Ο Πούτιν έχει ήδη προβλέψει τις πιθανές επιπτώσεις και των τριών τύπων κυρώσεων και, ως εκ τούτου, δεν θα αποθαρρυνθεί από αυτές· ούτε οι κυρώσεις έχουν ποτέ λειτουργήσει για να καταλύσουν αποτελεσματικά την πολιτική αντίθεση στο καθεστώς (ή σε άλλα καθεστώτα που αποτελούν στόχο δυτικών κυρώσεων). Παρά τις αποτυχίες αυτές, επιβάλλονται κυρώσεις επειδή συμβάλλουν στην κάλυψη της πραγματικής ανικανότητας της Δύσης να βοηθήσει την Ουκρανία με ουσιαστικό τρόπο, εμφανίζοντας ότι ικανοποιεί μια λαχτάρα για αντίποινα.

Ωστόσο, μια στρατιωτική δράση του ΝΑΤΟ (η οποία προς το παρόν δεν φαίνεται να βρίσκεται στο τραπέζι) θα ήταν ακόμη χειρότερη, οδηγώντας τον κόσμο απευθείας στον παγκόσμιο θερμοπυρηνικό πόλεμο. Όσοι στη Δύση συμπάσχουν με τα δεινά της Ουκρανίας δεν έχουν καμία άλλη επιλογή από το να εμπιστευτούν την ουκρανική και ρωσική αντίσταση στον πόλεμο εναντίον του Πούτιν. Χιλιάδες Ρώσοι έχουν ήδη συλληφθεί επειδή διαμαρτύρονται κατά του πολέμου, αριθμός που είναι βέβαιο ότι θα αυξηθεί σημαντικά καθώς ο πόλεμος βαθαίνει. Εκατομμύρια Ουκρανοί δεν θέλουν να πεθάνουν στους βομβαρδισμούς, ούτε να ζήσουν υπό αυτοκρατορικό καθεστώς, ούτε να εξαναγκαστούν σε μετανάστευση· εκατομμύρια Ρώσοι δεν θέλουν να εξοντωθούν από κυρώσεις ούτε να στρατολογηθούν σε μια εισβολή που δεν τους προσφέρει τίποτα. Στην απάντησή μας στον πόλεμο, θα πρέπει να προσέξουμε να μην αναμασούμε απλώς τη φωνή των εθνικιστικών ελίτ της Ρωσίας – πιστεύουν ότι κατηγορώντας το ΝΑΤΟ θα στρέψουν την προσοχή μας μακριά από την ολοένα και πιο καταπιεστική, κλεπτοκρατική και μιλιταριστική κυριαρχία τους εντός της Ρωσίας. Η πίστη μας πρέπει να βρίσκεται στον λαό τόσο της Ουκρανίας όσο και της Ρωσίας, και με τον σκοπό της ειρήνης.