Είμαι Ουκρανός σοσιαλιστής: νά γιατί αντιστέκομαι στη ρωσική εισβολή

Γράφω από την Ουκρανία, όπου υπηρετώ στις Εδαφικές Δυνάμεις Άμυνας. Πριν από ένα χρόνο, δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι θα βρισκόμουν σε αυτή την κατάσταση. Όπως εκατομμύρια άλλοι Ουκρανοί, η ζωή μου ανατράπηκε από το χάος του πολέμου.

Τους τελευταίους τέσσερις μήνες είχα την ευκαιρία να γνωρίσω ανθρώπους που δύσκολα θα είχα συναντήσει υπό άλλες συνθήκες. Ορισμένοι από αυτούς δεν είχαν σκεφτεί ποτέ να πάρουν τα όπλα πριν από τις 24 Φεβρουαρίου, αλλά η ρωσική εισβολή τους ανάγκασε να τα παρατήσουν όλα και να πάνε να προστατεύσουν τις οικογένειές τους.

Συχνά επικρίνουμε τις ενέργειες της ουκρανικής κυβέρνησης και τον τρόπο οργάνωσης της άμυνας. Όμως αυτά δεν αμφισβητούν την αναγκαιότητα της αντίστασης. Οι αιτίες και οι στόχοι του πολέμου είναι απολύτως κατανοητοί.

Παράλληλα, αυτούς τους μήνες προσπάθησα να παρακολουθώ και να συμμετέχω στις συζητήσεις της διεθνούς αριστεράς για τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. Και το κύριο πράγμα που νιώθω τώρα από αυτές τις συζητήσεις είναι κόπωση και απογοήτευση. Πάρα πολύς χρόνος για να αντικρουστούν τα προφανή ψεύδη της ρωσικής προπαγάνδας, πάρα πολύς χρόνος για να εξηγθεί ότι δεν υπήρχε καμία “θεμιτή ανησυχία ασφάλειας” που να δικαιολογεί τον πόλεμο της Μόσχας, πάρα πολύς χρόνος για να υποστηριχτεί η βασική αρχή της αυτοδιάθεσης με την οποία ο κάθε αριστερός θα έπρεπε ήδη να συμφωνεί.

Ίσως το πιο εντυπωσιακό σε πολλές από αυτές τις συζητήσεις για τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο είναι η αγνόηση της γνώμης των Ουκρανών. Οι Ουκρανοί εξακολουθούν να παρουσιάζονται συχνά, σε ορισμένες αριστερές συζητήσεις, είτε ως παθητικά θύματα -με τα οποία θα έπρεπε να συμπάσχουμε- είτε ως ναζί -που θα πρέπει να καταδικαστούν. Όμως η ακροδεξιά αποτελεί μια μικρή μειοψηφία της ουκρανικής αντίστασης, ενώ η απόλυτη πλειοψηφία των Ουκρανών υποστηρίζει την αντίσταση και δεν θέλουν και να είναι απλώς παθητικά θύματα.

Διαπραγματεύσεις

Ακόμα και μεταξύ πολλών καλοπροαίρετων ανθρώπων τους τελευταίους μήνες, ακούγονται όλο και πιο ισχυρές εκκλήσεις, αν και στο βάθος πολύ θολές, για διαπραγματεύσεις και διπλωματική διευθέτηση της σύγκρουσης. Τι ακριβώς, όμως, σημαίνει αυτό; Διαπραγματεύσεις μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας έλαβαν χώρα για αρκετούς μήνες μετά την εισβολή, αλλά δεν σταμάτησαν τον πόλεμο. Πριν από την εισβολή, διαπραγματεύσεις για το Ντονμπάς είχαν διαρκέσει για περισσότερο από επτά χρόνια με τη συμμετοχή της Γαλλίας και της Γερμανίας: αλλά παρά την υπογραφή συμφωνιών και την κατάπαυση του πυρός, η σύγκρουση δεν επιλύθηκε ποτέ. Από την άλλη πλευρά, σε έναν πόλεμο μεταξύ δύο κρατών, ακόμη και οι όροι παράδοσης συνήθως διευθετούνται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Μια έκκληση για διπλωματία από μόνη της δεν σημαίνει τίποτα αν δεν ασχοληθούμε με τις διαπραγματευτικές θέσεις, τις συγκεκριμένες παραχωρήσεις και την προθυμία των μερών να τηρήσουν οποιαδήποτε υπογεγραμμένη συμφωνία. Όλα αυτά εξαρτώνται άμεσα από την πορεία των εχθροπραξιών, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται από την έκταση της διεθνούς στρατιωτικής βοήθειας. Και αυτό μπορεί να επιταχύνει τη σύναψη μιας δίκαιης ειρήνης.

Η κατάσταση στα κατεχόμενα εδάφη της νότιας Ουκρανίας δείχνει ότι τα ρωσικά στρατεύματα προσπαθούν να εγκαθιδρύσουν εκεί μια μόνιμη παρουσία, καθώς παρέχουν στη Ρωσία έναν χερσαίο διάδρομο προς την Κριμαία. Το Κρεμλίνο χρησιμοποιεί τα δημητριακά, που λεηλατούνται από αυτά τα εδάφη, για να στηρίξει τα πελατειακά του καθεστώτα και, ταυτόχρονα, απειλεί όλο τον κόσμο με λιμό, μπλοκάροντας τα ουκρανικά λιμάνια. Η συμφωνία για το ξεμπλοκάρισμα των εξαγωγών ουκρανικών σιτηρών, που υπογράφηκε στις 22 Ιουλίου στην Κωνσταντινούπολη, παραβιάστηκε από τη Ρωσία την επομένη της υπογραφής, ρίχνοντας πυραύλους της στο θαλάσσιο εμπορικό λιμάνι της Οδησσού.

Εν τω μεταξύ, υψηλόβαθμοι Ρώσοι πολιτικοί, όπως ο πρώην πρόεδρος και νυν αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Ασφαλείας, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ή ο επικεφαλής της Roscosmos, Ντμίτρι Ρογκόζιν, συνεχίζουν να γράφουν ότι η Ουκρανία πρέπει να καταστραφεί. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστέψει κανείς ότι η Ρωσία θα σταματήσει την εδαφική της επέκταση, ακόμη και αν κάποια μέρα είναι χρήσιμο για το Κρεμλίνο να υπογράψει μια προσωρινή εκεχειρία.

Από την άλλη πλευρά, το 80% των Ουκρανών θεωρεί τις εδαφικές παραχωρήσεις απαράδεκτες. Για τους Ουκρανούς, η παραχώρηση κατεχομένων εδαφών σημαίνει προδοσία των συμπολιτών και συγγενών τους εκεί, αλλά και ανοχή στις καθημερινές απαγωγές και τα βασανιστήρια που διαπράττουν οι κατακτητές. Υπό αυτές τις συνθήκες, το κοινοβούλιο δεν θα επικυρώσει παραχώρηση, ακόμη και αν η Δύση αναγκάσει την ουκρανική κυβέρνηση να συμφωνήσει σε εδαφικές απώλειες. Κάτι τέτοιο απλώς θα απαξίωνε τον πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι και θα οδηγούσε στην επανεκλογή πιο εθνικιστικών αρχών, ενώ και η ακροδεξιά θα ανταμειβόταν με ευνοϊκότερες συνθήκες για τη στρατολόγηση νέων μελών.

Η κυβέρνηση του Ζελένσκι, φυσικά, είναι νεοφιλελεύθερη. Οι Ουκρανοί αριστεροί και οι συνδικαλιστές έχουν οργανωθεί εκτενώς ενάντια στις κοινωνικές και οικονομικές πολιτικές του. Ωστόσο, όσον αφορά τον πόλεμο και τον εθνικισμό, ο Ζελένσκι είναι ο πιο μετριοπαθής πολιτικός που θα μπορούσε να έρθει στην εξουσία στην Ουκρανία μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και την έναρξη του πολέμου στο Ντονμπάς.

Υπήρξαν επίσης κάποιες παρεξηγήσεις σχετικά με το δικό του ιστορικό. Για παράδειγμα, πολλοί συγγραφείς κατηγορούν τώρα τον Ζελένσκι για την εθνικιστική γλωσσική πολιτική, με επίκεντρο τους περιορισμούς στη ρωσική γλώσσα στη δημόσια σφαίρα καθώς και περιορισμούς στις γλώσσες εθνικών μειονοτήτων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι γλωσσικοί νόμοι είχαν υιοθετηθεί από την προηγούμενη Βουλή, έστω και αν επιμέρους διατάξεις αυτών των νόμων τέθηκαν σε ισχύ μετά την ανάληψη των καθηκόντων από τον Ζελένσκι. Η κυβέρνησή του μάλιστα προσπάθησε επανειλημμένα να τους αμβλύνει, αλλά κάθε φορά έκανε πίσω μετά από διαμαρτυρίες των εθνικιστών.

Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα μετά την έναρξη της εισβολής, με τις συχνές απευθύνσεις του προς τους Ρώσους, με την πρόσκλησή του προς το Κρεμλίνο για διαπραγματεύσεις, καθώς και με τις δηλώσεις του για το ότι ο ουκρανικός στρατός δεν θα προσπαθήσει να ανακαταλάβει τα εδάφη που βρίσκονταν υπό ρωσικό έλεγχο πριν από τις 24 Φεβρουαρίου, αλλά θα επιδιώξει την επιστροφή τους με διπλωματικούς τρόπους στο μέλλον. Εάν ο Ζελένσκι είχε αντικατασταθεί από κάποιον πιο εθνικιστή, η κατάσταση θα είχε γίνει πολύ χειρότερη.

Δεν χρειάζεται να περιγράψω τί θα σήμαινε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Θα υπήρχε ακόμη περισσότερος αυταρχισμός στην εσωτερική μας πολιτική, θα επικρατούσαν ρεβανσιστικά αισθήματα και ο πόλεμος δεν θα σταματούσε. Οποιαδήποτε νέα κυβέρνηση θα ήταν πολύ λιγότερο συγκρατημένη στο να βομβαρδίσει ρωσικό έδαφος. Με μια αναζωογονημένη ακροδεξιά, η χώρα μας θα παρασυρόταν όλο και πιο βαθιά σε μια δίνη εθνικισμού και αντίδρασης.

Ως κάποιος που έχει δει τη φρίκη αυτού του πολέμου, καταλαβαίνω την επιθυμία να τελειώσει το συντομότερο δυνατό. Πράγματι, κανείς άλλος δεν επιθυμεί περισσότερο το τέλος του πολέμου από εμάς που ζούμε στην Ουκρανία! Όμως, επίσης είναι σημαντικό για τους Ουκρανούς το πώς ακριβώς θα τελειώσει ο πόλεμος. Στην αρχή του πολέμου, ήλπιζα κι εγώ ότι το ρωσικό αντιπολεμικό κίνημα θα ανάγκαζε το Κρεμλίνο να τερματίσει την εισβολή του. Αλλά δυστυχώς αυτό δεν συνέβη. Σήμερα, το ρωσικό αντιπολεμικό κίνημα μπορεί να επηρεάσει την κατάσταση μόνο πραγματοποιώντας σαμποτάζ μικρής κλίμακας σε σιδηροδρόμους, στρατιωτικά εργοστάσια κ.λπ. Κάτι μεγαλύτερο θα είναι δυνατό μόνο μετά τη στρατιωτική ήττα της Ρωσίας.

Φυσικά, υπό ορισμένες συνθήκες, θα μπορούσε να είναι σκόπιμο να συμφωνηθεί μια κατάπαυση του πυρός. Αλλά μια κατάπαυση του πυρός θα ήταν μόνο προσωρινή. Οποιαδήποτε ρωσική επιτυχία θα ενίσχυε το καθεστώς του Βλαντιμίρ Πούτιν και τις αντιδραστικές του τάσεις. Δεν θα σήμαινε ειρήνη, αλλά δεκαετίες αστάθειας, αντάρτικη αντίσταση στα κατεχόμενα εδάφη και επαναλαμβανόμενες συγκρούσεις στη γραμμή οριοθέτησης. Θα ήταν καταστροφή όχι μόνο για την Ουκρανία αλλά και για τη Ρωσία, όπου θα ενταθεί η αντιδραστική πολιτική διολίσθηση και η οικονομία θα υποφέρει από τις κυρώσεις, με σοβαρές συνέπειες για τους απλούς πολίτες.

Μια στρατιωτική ήττα της ρωσικής εισβολής είναι επομένως και προς το συμφέρον των Ρώσων. Μόνο ένα μαζικό εσωτερικό κίνημα για αλλαγή μπορεί να ανοίξει τη δυνατότητα για την αποκατάσταση σταθερών σχέσεων μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας στο μέλλον. Αλλά αν το καθεστώς του Πούτιν είναι νικηφόρο, αυτή η επανάσταση θα είναι αδύνατη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η ήττα του είναι απαραίτητη για τη δυνατότητα προοδευτικών αλλαγών στην Ουκρανία, τη Ρωσία και ολόκληρο τον μετασοβιετικό κόσμο.

Τι πρέπει να κάνουν οι σοσιαλιστές

Είναι αλήθεια ότι εγώ έχω επικεντρωθεί σε μεγάλο βαθμό στις εσωτερικές διαστάσεις -τόσο για τους Ουκρανούς όσο και για τους Ρώσους- της τρέχουσας σύγκρουσης. Για πολλούς αριστερούς στο εξωτερικό, οι συζητήσεις τείνουν να επικεντρώνονται στις ευρύτερες γεωπολιτικές συνιστώσες της. Αλλά, κατά τη γνώμη μου, για την εκτίμηση μιας σύγκρουσης, οι σοσιαλιστές θα πρέπει πρώτα απ’όλα να δώσουν προσοχή στους ανθρώπους που εμπλέκονται άμεσα σε αυτήν. Και, κατά δεύτερον, πολλοί αριστεροί υποτιμούν την απειλή θα έθετε μια ενδεχόμενη νίκη της Ρωσίας.

Η απόφαση αντίστασης στη ρωσική κατοχή δεν ελήφθη από τον Τζο Μπάιντεν, ούτε από τον Ζελένσκι, αλλά από τον ουκρανικό λαό, ο οποίος ξεσηκώθηκε μαζικά τις πρώτες ημέρες της εισβολής και έκανε ουρές για να πάρει όπλα. Αν ο Ζελένσκι είχε συνθηκολογήσει τότε, θα είχε απλώς απαξιωθεί στα μάτια του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας, αλλά η αντίσταση θα συνεχιζόταν και θα έπαιρνε διαφορετική μορφή, με καθοδήγηση από σκληροπυρηνικές εθνικιστικές δυνάμεις.

Άλλωστε, όπως σημείωσε και ο Volodymyr Artiukh στο Jacobin, η Δύση δεν τον ήθελε αυτόν τον πόλεμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήθελαν προβλήματα στην Ευρώπη, επειδή ήθελαν να επικεντρωθούν στην αντιπαράθεση με την Κίνα. Ακόμη λιγότερο ήθελαν τον πόλεμο αυτό η Γερμανία και η Γαλλία. Παρόλο που η Ουάσιγκτον έχει κάνει πολλά για να υπονομεύσει το διεθνές δίκαιο (εμείς, όπως και οι σοσιαλιστές παντού στον κόσμο, δεν θα ξεχάσουμε ποτέ την εγκληματική εισβολή στο Ιράκ, για παράδειγμα), ωστόσο στη στήριξή τους προς την ουκρανική αντίσταση απέναντι στην εισβολή κάνουν το σωστό.

Σε ιστορικούς όρους, μάλιστα, ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι περισσότερο πόλεμος δι’ αντιπροσώπων από ό,τι ήταν ο πόλεμος του Βιετνάμ πόλεμος δι’ αντιπροσώπων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών από τη μία πλευρά και της Σοβιετικής Ένωσης και της Κίνας από την άλλη. Την ίδια στιγμή, όμως, ήταν ταυτόχρονα και ένας εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος του βιετναμέζικου λαού εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και ένας εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των υποστηρικτών του Βόρειου και του Νοτίου Βιετνάμ. Σχεδόν κάθε πόλεμος είναι πολυεπίπεδος -και η φύση του μπορεί να αλλάξει κατά τη διάρκειά του. Αλλά τι σημαίνει όμως αυτό για μας πρακτικά;

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι διεθνιστές δεν χρειαζόταν να εξυμνήσουν την ΕΣΣΔ για να υποστηρίξουν τον αγώνα των Βιετναμέζων εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών. Και ούτε και κανένας σοσιαλιστής δε θα συμβούλευε τους αριστερούς αντιφρονούντες στη Σοβιετική Ένωση να αντιταχθούν στην υποστήριξη των Βιετκόνγκ. Μήπως θα έπρεπε να αντισταθούν στη σοβιετική στρατιωτική υποστήριξη προς το Βιετνάμ επειδή η ΕΣΣΔ κατέστειλε εγκληματικά την Άνοιξη της Πράγας του 1968; Γιατί, λοιπόν, όταν πρόκειται για τη δυτική υποστήριξη προς την Ουκρανία, οι δολοφονικές κατοχές του Αφγανιστάν και του Ιράκ θεωρούνται σοβαρά αντεπιχειρήματα για βοήθεια;

Αντί να βλέπουν τον κόσμο να αποτελείται αποκλειστικά από γεωπολιτικά στρατόπεδα, οι σοσιαλιστές διεθνιστές πρέπει να αξιολογούν κάθε σύγκρουση με βάση τα συμφέροντα των εργαζομένων και τον αγώνα τους για ελευθερία και ισότητα. Ο επαναστάτης Λέων Τρότσκι έγραψε κάποτε ότι, υποθετικά, αν η φασιστική Ιταλία επιδιώκοντας τα συμφέροντά της είχε υποστηρίξει την αντιαποικιακή εξέγερση στην Αλγερία ενάντια στη δημοκρατική Γαλλία, οι διεθνιστές θα έπρεπε να υποστηρίξουν τον ιταλικό εξοπλισμό των ανταρτών. Αυτό ακούγεται πολύ σωστό, και αυτό δεν τον εμπόδισε να είναι αντιφασίστας.

Ο αγώνας του Βιετνάμ δεν ωφέλησε μόνο το Βιετνάμ: η ήττα των Ηνωμένων Πολιτειών εκεί είχε σημαντικό (έστω και προσωρινά) αποτρεπτικό αποτέλεσμα για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Το ίδιο ισχύει και για την Ουκρανία. Τι θα κάνει η Ρωσία αν η Ουκρανία ηττηθεί; Τι θα εμπόδιζε τον Πούτιν να κατακτήσει τη Μολδαβία ή άλλα μετασοβιετικά κράτη;

Η αμερικανική ηγεμονία είχε τρομερές συνέπειες για την ανθρωπότητα και ευτυχώς τώρα βρίσκεται σε παρακμή. Ωστόσο, ένα τέλος της κυριαρχίας των ΗΠΑ μπορεί να σημαίνει είτε τη μετάβαση σε μια πιο δημοκρατική και δίκαιη διεθνή τάξη είτε έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων. Μπορεί επίσης να σημαίνει επιστροφή στην πολιτική των ιμπεριαλιστικών σφαιρών επιρροής και της στρατιωτικής επαναχάραξης των συνόρων, όπως συνέβαινε κατά τους προηγούμενους αιώνες.

Ο κόσμος θα γίνει ακόμη πιο άδικος και επικίνδυνος αν τα μη δυτικά ιμπεριαλιστικά αρπακτικά εκμεταλλευτούν την αμερικανική παρακμή για να “ομαλοποιήσουν” τις επιθετικές τους πολιτικές. Η Ουκρανία και η Συρία είναι παραδείγματα του πώς θα είναι ένας “πολυπολικός κόσμος” αν δεν μειωθούν οι ορέξεις των μη δυτικών ιμπεριαλισμών.

Όσο περισσότερο διαρκεί αυτή η φρικτή σύγκρουση στην Ουκρανία, τόσο περισσότερο μπορεί να αυξηθεί η λαϊκή δυσαρέσκεια στις δυτικές χώρες ως αποτέλεσμα των οικονομικών δυσκολιών του πολέμου και των κυρώσεων. Το κεφάλαιο, στο οποίο δεν αρέσει η απώλεια κερδών και θέλει να επιστρέψει στο business as usual (συνήθεις διαδικασίες), μπορεί να προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί αυτή την κατάσταση. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί από δεξιούς λαϊκιστές που δεν τους πειράζει να μοιράζονται σφαίρες επιρροής με τον Πούτιν.

Αλλά, για τους σοσιαλιστές, το να χρησιμοποιήσουν αυτή τη δυσαρέσκεια για να ζητάνε λιγότερη βοήθεια προς την Ουκρανία και λιγότερη πίεση προς τη Ρωσία θα ισοδυναμούσε με απόρριψη της αλληλεγγύης προς τους καταπιεσμένους.